Κοινωνικο-Πολιτισμική Έρευνα στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης Νοέμβριος 2012

Κοινωνικο-Πολιτισμική Έρευνα στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης Νοέμβριος 2012

Εισαγωγή
Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ίδρυσης του «Εργαστηρίου Πολιτισμού» από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, με στόχο την καταγραφή των συνθηκών διαβίωσης, εκπαίδευσης, πολιτιστικής συμμετοχής, καθώς και των αναγκών των παιδιών και των οικογενειών τους, που κατοικούν στην περιοχή που περιβάλλει τον σταθμό Λαρίσης. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην περιοχή που εκτείνεται από το Σταθμό Λαρίσης έως την Πλατεία Βικτωρίας και από την Πλατεία Καραϊσκάκη στο Μεταξουργείο ως την Πλατεία Αττικής. Στην περιοχή υπάρχουν Στην περιοχή υπάρχουν 7 Δημοτικά σχολεία (32ο, 51ο, 53ο, 54ο  55ο, 99ο και 66) 8 Νηπιαγωγεία (31ο, 34ο,  35ο , 35ο παράρτημα, 106ο , 66ο, 134, και  80ο.)
Η δημιουργία ενός κοινοτικού πολιτιστικού κέντρου για παιδιά  στην περιοχή, η οποία τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από έντονα προβλήματα φτώχειας και ανεργίας, καθώς και από πολιτισμικές εντάσεις με τους προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς που έχουν συγκεντρωθεί εκεί, έδωσε το έναυσμα για μια έρευνα η οποία δεν εστιάζει απλώς στα προβλήματα, αλλά προσπαθεί να κάνει ένα βήμα παραπέρα, εισάγοντας το σκεπτικό του εντοπισμού και της αξιοποίησης των πολιτισμικών πόρων της περιοχής και των πολιτιστικών ροών (εθελοντικών ομάδων και ατόμων, τεχνολογίας, δικτύων ενημέρωσης, υλικών μέσων, τεχνογνωσίας, δια βίου μάθησης) που μπορούν να διακινηθούν υπερτοπικά προς την περιοχή, ενισχύοντας τον κοινωνικό ιστό. Η ανάλυση του κοινωνικο-πολιτισμικού  κεφαλαίου, ο εντοπισμός των αφανών πολιτισμικών πόρων, η δημιουργία τοπικών και υπερτοπικών συνεργασιών και δικτύων και οι νέοι τρόποι αξιοποίησής τους στην κατεύθυνση της κοινωνικής συνοχής, η στήριξη των πιο ευάλωτων ομάδων και η διαπολιτισμική συνεργασία, είναι ορισμένες από τις κατευθύνσεις που μπορούν να μας προσφέρουν ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, ώστε να ξεφύγουμε από τα γνωστά στερεότυπα που περιορίζονται στις έννοιες της «υποβάθμισης», της «κατάρρευσης των αξιών», του πολιτισμικού πεσιμισμού και εντέλει της ξενοφοβίας.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία μεγάλου αριθμού εθελοντών του «Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού» από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 2012, μια περίοδο κατά την οποία οι πιέσεις λόγω και της οικονομικής κρίσης εντάθηκαν, καθιστώντας την προσπάθεια διερεύνησης των κοινωνικών και διαπολιτισμικών πρακτικών στην περιοχή ιδιαίτερα δύσκολη και επίπονη. Εντούτοις, η έρευνα δίνει ένα πρώτο «αποτύπωμα» της περιοχής, σε μια προσπάθεια ανάδειξης τόσο των δυσκολιών και προβλημάτων όσο και των αναγκών και προοπτικών που αφορούν τους πιο νεαρούς κατοίκους της.
Η παρούσα Έκθεση είναι χωρισμένη σε πέντε ενότητες. Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται τα κενά που υπάρχουν αναφορικά με την έρευνα στο κέντρο της Αθήνας. Στην δεύτερη ενότητα, παρουσιάζεται η μεθοδολογική προσέγγιση της παρούσας έρευνας. Στην τρίτη ενότητα γίνεται ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων, των συνθηκών κατοικίας και των σχέσεων εργασίας στην περιοχή με έμφαση στα  άτυπα δίκτυα. Η τέταρτη ενότητα αναλύει τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών που διαμένουν στην περιοχή στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε εκπαιδευτικά ζητήματα και παιδαγωγικές προσεγγίσεις Τέλος, στην πέμπτη ενότητα προχωρούμε σε μία ανάλυση των σχέσεων των κατοίκων της περιοχής με τους κοινωνικούς φορείς και τις κοινωνικές υπηρεσίες, ενώ σημειώνονται και οι σημαντικότερες ανάγκες των κατοίκων, όπως αυτές αναδείχθηκαν από την έρευνα, καθώς και οι προοπτικές κάλυψης των αναγκών αυτών από άτυπα δίκτυα συνεργασίας

1. Το κέντρο της Αθήνας
Το κέντρο της Αθήνας έχει συνδεθεί στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο σχεδόν αποκλειστικά με τη συγκέντρωση και συμπύκνωση πλήθους προβλημάτων που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες συνθήκες διαβίωσης στις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Ιδιαίτερα μετά το 2009 και την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, το κέντρο της πόλης τείνει να απεικονίζεται και να αναπαριστάται κυρίως ως ο χωρικός προπομπός της παρακμής και της εξαθλίωσης, στην οποία κινδυνεύει να καταλήξει ολόκληρη η χώρα. Σε αυτό τον κυρίαρχο λόγο κεντρική θέση έχει το μεταναστευτικό ζήτημα, ως ένα πρόβλημα που συνδέεται με την άνοδο της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας. Η σύνδεση αυτή βέβαια γίνεται αβίαστα ή στη βάση ελλιπών στοιχείων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι αποφεύγεται εντελώς η διάκριση μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος, καθώς και κάθε αναφορά στις Διεθνείς Συνθήκες που έχει υπογράψει η χώρα και στην ανθρωπιστική διάσταση αυτού του τελευταίου. Ο δημόσιος λόγος για το κέντρο της πόλης προβάλλει καταιγιστικά την εικόνα του σκουπιδότοπου και της ερήμου στην οποία έχουν εγκατασταθεί κάθε είδους ξένα στοιχεία αδιακρίτως, ναρκομανείς, κακοποιοί, φτωχοί, άστεγοι, ξένοι που συλλήβδην ενοχοποιούνται κάτω από τον ίδιο παρονομαστή. Με τον τρόπο αυτό, ο δημόσιος λόγος οριοθετείται από τη μια πλευρά, από τις «νεο-ρατσιστικές πρακτικές ενάντια στη λαθρομετανάστευση» και, από την άλλη πλευρά, από τις «προοδευτικές αντι-ρατσιστικές πρακτικές», με ποικίλες ενδιάμεσες αποχρώσεις οι οποίες όμως δεν καταφέρνουν να  προσφέρουν τη βάση ενός πρόσφορου διαλόγου με στόχο την επίλυση των όποιων προβλημάτων (βλ. την ανάλυση του δημόσιου λόγου στο Βελεγράκης κ.α. 2011, με έμφαση στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα).
Στην πιο ακραία ρατσιστική εκφορά του δημόσιου λόγου, η μετανάστευση απειλεί τον ιστορικό, πολιτιστικό και γεωγραφικό πυρήνα της πόλης στην ουσία του. Η πόλη νοείται, με αυτόν τον τρόπο, ως ένα κύτταρο και το κέντρο της εμφανίζεται να δέχεται επιδρομή από ξένες εχθρικές δυνάμεις. Με παρόμοιο τρόπο, βιο-ιατρικές μεταφορές παρουσιάζουν τους μετανάστες να συνδέονται με τη διάδοση μεταδοτικών ασθενειών.[1] Την ίδια στιγμή, οι μετανάστες μετατρέπονται (συνειδητά ή ασυνείδητα) σε δρώντες μιας βίαιης επίθεσης που απειλεί την ιστορική συνέχεια της πόλης (το σημαίνον «κέντρο» συνοδεύεται συχνά από το επίθετο «ιστορικό»). Οι μετανάστες παρουσιάζονται ως εισβολείς του πυρήνα του αθηναϊκού κυττάρου, διαταράσσοντας την ιστορία του μέσα από τις δικές τους καθημερινές πρακτικές, ασύμβατες με την ελληνο-ορθόδοξη κουλτούρα, όπως για παράδειγμα με το να κάθονται οκλαδόν στα σκαλιά νεοκλασικών σπιτιών, με το να προσεύχονται στο Μωάμεθ κοντά σε χριστιανικές εκκλησίες, με το να συχνάζουν σε πλατείες διακοσμημένες με εθνικά αγάλματα. Ταυτόχρονα, οι μετανάστες εμφανίζονται να απειλούν το μέλλον της Αθήνας επειδή στέκονται εμπόδιο στον εξευγενισμό της που εμμέσως συνδέεται με μία διαδικασία κάθαρσης και εξευρωπαϊσμού. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε το διαρκές παράπονο μεγάλου μέρους του αθηναϊκού free press[2] για τα αποτυχημένα σχέδια φιλόδοξων εργολάβων, ιδιοκτητών μπαρ και σοφιτών (lofts) οι οποίοι αντιμετωπίζουν εμπόδια στην προσπάθειά τους να αναβαθμίσουν το κέντρο της πόλης εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων, όπως η ανεπαρκής αστυνόμευση, η απουσία επιχειρηματικών κεφαλαίων και επενδύσεων, το παραεμπόριο, οι ανεξέλεγκτες “επιδρομές” μεταναστών χωρίς χαρτιά και χρηστών ναρκωτικών (Καλαντζοπούλου κ.α. 2011).
Στην αντι-ρατσιστική εκφορά λόγου, αντίθετα, επισημαίνεται κατά κανόνα ότι η ένταση των ρατσιστικών συγκρούσεων οφείλεται στην απουσία (και μερικές φορές στην εκούσια απουσία) κρατικής πρωτοβουλίας για την επίλυση των προβλημάτων του κέντρου της πόλης. Παρά την αντίθεσή της στις αντι-μεταναστευτικές πρακτικές, η αντι-ρατσιστική προσέγγιση συχνά συγκλίνει προς τη διαπίστωση ότι ο κυριότερος παράγοντας που οδηγεί στην έξαρση των ρατσιστικών εντάσεων είναι η υποβάθμιση και παρακμή του κέντρου της πόλης. Η οπτική αυτή όμως, διαπιστώνει παράλληλα ότι η μόνη βιώσιμη πολιτική λύση θα πρέπει να ξεκινά από την προσπάθεια σχεδιασμού και υλοποίησης κοινωνικών πολιτικών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, των κοινωνικών υπηρεσιών και των υποδομών του κέντρου. Κοινό τόπο τόσο στη ρατσιστική όσο και στην αντιρατσιστική τοποθέτηση αποτελεί η δραματική αναγνώριση της ραγδαίας υποβάθμισης του κέντρου, που συμπυκνώνεται στη διαπίστωση ότι «κάτι πρέπει να γίνει άμεσα για το κέντρο της Αθήνας».
Οι πρόσφατες ερευνητικές μελέτες για τις κοινωνικό-πολιτικές δυναμικές που επικρατούν στο κέντρο της Αθήνας δεν αμφισβητούν τις βασικές παραδοχές και εννοιολογικές κατευθύνσεις του κυρίαρχου λόγου, ακόμα και όταν κινούνται σε μία προοδευτική κατεύθυνση. Βασική τους υπόθεσή είναι ότι το κέντρο της πόλης χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες συνθήκες με πολλαπλές τραυματικές πτυχές που θα πρέπει να καταγραφούν και των οποίων τα αίτια θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω και να θεραπευθούν. Οι μελέτες αυτές προσεγγίζουν το κέντρο της πόλης σαν ένα χώρο ο οποίος, από την μία πλευρά, αποκόπτεται ολοένα και περισσότερο από τον υπόλοιπο αστικό ιστό και, από την άλλη, τείνει να επεκτείνεται διαρκώς, με κίνδυνο να απορροφήσει άλλες γειτονικές περιοχές στη δική του εξαιρετική συνθήκη.
Ορισμένες από αυτές τις μελέτες, έχοντας ως στόχο τη διερεύνηση της «γεωγραφικής πόλωσης του κοινωνικού αποκλεισμού» που συμπυκνώνεται στο κέντρο της πόλης,  επικεντρώνονται στα προβλήματα πρόσβασης των κατοίκων στις υπάρχουσες κοινωνικές υπηρεσίες (Ρετινιώτη και Μάντζιου 2010, Μυλωνάς 2009). Τα ευρήματα των μελετών αυτών είναι απογοητευτικά όσον αφορά στους δείκτες πρόσβασης, ενώ η ερμηνεία που προτείνεται δίνει έμφαση στην ελλιπή ενημέρωση των κατοίκων, αλλά και στα γραφειοκρατικά εμπόδια στην πρόσβαση που επιτείνουν το φαινόμενο, ιδιαίτερα στην άγνοια της ελληνικής γλώσσας και τη μη-νομιμοποίηση της διαμονής και εργασίας μεγάλου ποσοστού των αλλοδαπών κατοίκων του κέντρου (Ρετινιώτη και Μάντζιου 2010, 24). Παρόλο που οι αναλύσεις αυτές προσφέρουν ορισμένα χρήσιμα ευρήματα σχετικά με την λειτουργία των επίσημων κοινωνικών υπηρεσιών, είναι περιορισμένης χρησιμότητας καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη τη σημασία άτυπων μορφών παροχής κοινωνικών υπηρεσιών που συχνά υποκαθιστούν τις επίσημες, καθώς και τη λειτουργία εθελοντικών δικτύων, ή εναλλακτικών μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης. Αντιλαμβάνονται, δηλαδή, τις κοινωνικές υπηρεσίες ως ένα πλέγμα οργανισμών και υπηρεσιών που οργανώνονται και προσφέρονται πρωταρχικά από το κράτος κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με τη συμπληρωματική δράση των μη-κυβερνητικών οργανώσεων και άλλων επίσημων φορέων (εκκλησία) που δραστηριοποιούνται κυρίως επικουρικά στην περιοχή. Κάτω από την οπτική αυτή, ένα μεγάλο μέρος των πραγματικών κοινωνικών υπηρεσιών που προσφέρονται στο κέντρο της πόλης  αποσιωπούνται. Αυτές οι προσεγγίσεις αναδεικνύουν τις ελλείψεις και τα εμπόδια του κρατικού μηχανισμού αγνοώντας, όμως, τρέχουσες πρακτικές κοινωνικής  παρέμβασης που αναπτύσσονται, καθώς  και την ίδια την επινοητικότητα των κατοίκων του κέντρου, των προσφύγων, των μεταναστών και τις μεταξύ τους σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας.
Άλλες πρόσφατες μελέτες αναλύουν την ιδιάζουσα αυτή κατάσταση επικεντρώνοντας στις συνθήκες διαμάχης και σύγκρουσης που επικρατούν στο κέντρο της πόλης και πιο συγκεκριμένα στις διαμάχες που προκύπτουν σε «γειτονιές εθνοτικής ποικιλότητας» γύρω από το «μεταναστευτικό ζήτημα» (βλ., για παράδειγμα, Μαλούτας 2011, Καβουλάκος και Κανδύλης 2010, Αράπογλου κ.α. 2009, Kandylis και Kavoulakos 2011). Οι συνθήκες σύγκρουσης, σύμφωνα με την ερμηνευτική γραμμή αυτών των μελετών, απορρέουν από την υποβάθμιση των οικιστικών συνθηκών των περιοχών αυτών, την αποχώρηση των πιο δυναμικών γηγενών κοινωνικών στρωμάτων, την εισροή νέων μεταναστευτικών ομάδων, «µαζί µε τη διαρκή συγκέντρωση τυπικών για το κέντρο της πόλης παραβατικών δραστηριοτήτων» (Αράπογλου κ.α. 2009, 62-63). Στην περίπτωση του Αγίου Παντελεήμονα, η σύγκρουση πηγάζει  μέσα από μία εξιδανικευμένη κατασκευή του παρελθόντος της περιοχής με έναν νοσταλγικό τρόπο από τους γηγενείς κατοίκους και την παράλληλη σύνδεση της τωρινής υποβάθμισης και της απώλειας της κοινωνικής αίγλης της περιοχής με την υπερσυγκέντρωση μεταναστών, ή ακριβέστερα, με την υπερσυγκέντρωση συγκεκριμένων εθνοτικών και φυλετικών κατηγοριών μεταναστών (Kandylis και Kavoulakos 2011, 165-66). Η ερευνητική εστίαση και αναλυτική προσέγγιση των μελετών αυτών είναι ευρεία και περιλαμβάνει ποιοτικές και ποσοτικές αναλύσεις, καταδεικνύοντας την πολυπλοκότητα του φαινομένου των ρατσιστικών εντάσεων. Εντούτοις, η στατιστική ανάλυση – εξαιτίας της καθυστέρησης δημοσιοποίησης των στατιστικών στοιχείων της απογραφής του πληθυσμού του 2011 από την ΕΛΣΤΑΤ – βασίζεται στα στοιχεία της τελευταίας ολοκληρωμένης και δημοσιευμένης εθνικής απογραφής του 2001. Παρά την απουσία πιο πρόσφατων αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων οι μελέτες επισημαίνουν με σχετική ασφάλεια ότι οι κοινωνικές εντάσεις στην περιοχή εντατικοποιήθηκαν από τα τέλη του 2008. Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που προκύπτει με την ανάλυση του εντάσεων στο κέντρο της πόλης αφορά τη διάσταση της transit μετανάστευσης και τις πρακτικές της transit κατοίκησης και κινητικότητας – διαδικασιών μέσω των οποίων αναπτύσσονται υποκειμενικότητες και πρακτικές, οι οποίες είναι κατεξοχήν μη-καταγράψιμες σε οποιαδήποτε επίσημη στατιστική ανάλυση.
Γενικότερα, η ερευνητική εστίαση στις νεο-ρατσιστικές διαμάχες και συγκρούσεις -που αναμφισβήτητα κυριαρχούν στην περιοχή αλλά δεν την καθορίζουν εξολοκλήρου- αγνοούν μια σειρά από αιτίες και δρώντες και προσφέρουν περιορισμένη εικόνα της σύνθετης πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι παρόλη την αναμφισβήτητη ευαισθησία και την προσπάθεια εποικοδομητικής παρέμβασης, οι πρόσφατες μελέτες για το κέντρο της Αθήνας δεν έχουν εστιάσει επαρκώς στο λόγο, στις πρακτικές και στις αναπαραστάσεις των ίδιων των κατοίκων και χρηστών των περιοχών αυτών. Μορφές απασχόλησης, συνθήκες διαβίωσης, αφανή πλέγματα σχέσεων, διασυνδέσεις, συναρθρώσεις συμπληρωματικών αναγκών, έμμεσες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στο πλαίσιο του σχολείου, άτυπες μορφές δικτύωσης, άτυπες υπηρεσίες, αντιστάσεις, διεκδικήσεις, πρακτικές που βγαίνουν έξω από τα γνωστά και συνηθισμένα πλαίσια μένει να διερευνηθούν. Η μεθοδολογική στόχευση της παρούσας έρευνας αποτελεί μια προσπάθεια καταγραφής και ανάλυσης όλων αυτών με σκοπό να διερευνηθούν οι δυνατότητες κοινωνικής, πολιτιστικής και διαπολιτισμικής συνεύρεσης και συνεργασίας των κατοίκων της περιοχής, κυρίως ως γονιών, με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην ανατροφή των παιδιών, στην καθημερινότητα, στη σχολική ζωή και στις προοπτικές και προσδοκίες που αφορούν τα παιδιά τους.

2. Μεθοδολογία
Η έρευνα βασίστηκε σε ένα συνδυασμό μεθοδολογικών εργαλείων και υποκειμένων έρευνας. Καταρχήν, επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της ίδρυσης του «Εργαστηρίου Πολιτισμού» μια γενική χαρτογράφηση της περιοχής με έμφαση στις υπάρχουσες δομές που παρέχουν υπηρεσίες που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τα δικαιώματα των παιδιών, όπως παιδικοί σταθμοί, σχολεία, χώρους άτυπων μορφών κοινωνικών υπηρεσιών, πάρκα, πλατείες κλπ. Παράλληλα, με τη σταδιακή γνωριμία και εξοικείωση με τους ανθρώπους, τους χώρους και τις οργανωμένες δραστηριότητες, έγινε δυνατή τόσο η συγκεκριμενοποίηση της γεωγραφικής οριοθέτησης του πεδίου έρευνας όσο και η συγκεκριμενοποίηση των γενικών και ειδικών ερωτημάτων που θα μπορούσαν να διεισδύσουν σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης των δυναμικών που αναπτύσσονται στο συγκεκριμένο αλλά τόσο φορτισμένο αστικό χώρο. Παραφράζοντας τον Marcel Gauchet (2011), πέρα από τα πρακτικά συμπεράσματα που μπορούν να φανούν χρήσιμα στη δημιουργία μιας παρέμβασης στην περιοχή, όπως είναι το «Εργαστήρι Πολιτισμού», ο στόχος της συγκεκριμένης έρευνας διευρύνθηκε στην «απομάγευση» του χώρου μέσω μιας εμπειρικής ανάλυσης της κοινωνικής πράξης.

Χάρτης: Εξεταζόμενη περιοχή

Βασικό εργαλείο προκειμένου να ανιχνευθούν οι μορφές κοινωνικής πράξης, συνέργειας και σύγκρουσης αποτέλεσαν οι συνεντεύξεις με κατοίκους της περιοχής. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 169 συνεντεύξεις στην περιοχή. Οι 82 από τους συνεντευξιαζόμενους ήταν Έλληνες και οι λοιποί αλλοδαποί, εκ των οποίων οι περισσότεροι προέρχονταν από την Αλβανία (27%), την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία (11% αντίστοιχα). Συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν επίσης με άτομα που κατάγονται από την Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Αφγανιστάν, Συρία, Μολδαβία, Αίγυπτο, Μπανγκλαντές, Πακιστάν, Βραζιλία, Γερμανία, Γκάνα, Κίνα, Ιράν, Ουκρανία, Σενεγάλη, Ακτή Ελεφαντοστού. Στις παραπάνω συνεντεύξεις πρέπει να προστεθούν όσοι συμμετείχαν στις 3 ομάδες εστιασμένης συζήτησης (focus groups), περίπου 30 άτομα.
Τα δυο τρίτα των συνεντευξιαζόμενων ήταν γυναίκες. Ως προς την ηλικιακή κατανομή, στην περίπτωση των ελλήνων συνεντευξιαζόμενων η πολυπληθέστερη ομάδα ήταν αυτή των 40-50 ετών ακολουθούμενη από την 30-40 ετών, ενώ στην περίπτωση των μεταναστών η πλειοψηφία ήταν 30-40 έτη με δεύτερη κατηγορία τους 40-50.

Οι συνεντεύξεις ήταν ημι-δομημένες και κάλυπταν τους παρακάτω θεματικούς άξονες:

  • Χωρικές διαστάσεις και στέγαση
  • Εκπαιδευτικό επίπεδο, Εργασία, Εισόδημα
  • Οικογένεια και παιδιά
  • Σχέσεις με την διοίκηση, το κράτος, φορείς και κοινωνικές υπηρεσίες
  • Κοινωνικές Σχέσεις – Ελεύθερος χρόνος

Παράλληλα με τις συνεντεύξεις με κατοίκους της περιοχής, οι οποίες υλοποιήθηκαν από εθελοντές του «Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού» με την καθοδήγηση των συντονιστών της έρευνας, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με στελέχη φορέων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, όπως Αστυνομία, εκπροσώπους του Δήμου Αθηναίων, εκπαιδευτικούς, ΜΚΟ, μεταναστευτικές οργανώσεις. Επίσης, οργανώθηκαν τρεις ομάδες εστιασμένης συζήτησης (focus groups): η πρώτη με εκπροσώπους Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή (Πράξις, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, Άρσις, Κοινότητα Ιησουιτών, μεταναστευτικές οργανώσεις) και η δεύτερη με εκπροσώπους φορέων που ασκούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκπαιδευτική δραστηριότητα στην περιοχή (Εκπαιδευτικοί, Σχολική Μέριμνα Δήμου Αθηναίων, παιδικοί σταθμοί, Εκπαιδευτικός Οργανισμός Άκμων κ.α.).
Όλα τα παραπάνω συνετέλεσαν στη συγκέντρωση ενός σημαντικού σώματος υλικού που μπορεί να μην εξαντλεί τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε ένα τόσο πλούσιο κοινωνικό χώρο, επαρκεί ωστόσο στο να σχηματιστεί ένα περίγραμμα των κυρίαρχων τάσεων αλλά και στο να τεθούν εκ νέου ερωτήματα ως προς τα θέματα που εξετάζονται.

3. “Υπάρχουν λιοντάρια στo Σταθμό Λαρίσης;”[3]
Στο παραπάνω ερώτημα η απάντηση που δίνεται στο θεατρικό έργο είναι ότι “Στην Ελλάδα υπάρχουν τα πάντα!” Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην περίπτωση της περιοχής που εξετάζουμε, μόνο που το θαυμαστικό προσδίδει περισσότερο, αν όχι αποκλειστικά, αρνητικό φορτίο παρά θετικό. Αυτό που ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος περιλαμβάνει στα «πάντα» που υπάρχουν στο κέντρο της Αθήνας και κυρίως στις περιοχές βορειοδυτικά της Πλατείας Ομονοίας είναι: ναρκωτικά, παραεμπόριο, μετανάστες, πορνεία, εγκληματικότητα, κοκ. Από την άλλη, για πολλούς -ακόμα και κατοίκους της μητροπολιτικής Αθήνας- η συγκεκριμένη περιοχή, αν όχι όλο το κέντρο της πόλης, αποτελεί «ξένο τόπο» όπου μπορεί όντως να υπάρχουν τα πάντα, ενδεχομένως και λιοντάρια!  Ο ρόλος των ΜΜΕ στη διαμόρφωση  αυτής της εικόνας δεν είναι άμοιρος αλλά όχι και μοναδικά καθοριστικός.
Μπορεί η «φυγή προς τα προάστια» να είναι μια διαδικασία που, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, σταθεροποιήθηκε από τη δεκαετία του 1990 και μετά, παρατηρείται ωστόσο σε κάποιες περιοχές του κέντρου μια εκδοχή του φαινομένου «white flight» (η φυγή των λευκών), έστω και με διαφοροποιήσεις  σε σχέση με τους τρόπους που εκτυλίχθηκε το αντίστοιχο φαινόμενο στις ΗΠΑ ή στην Μ. Βρετανία (Maloutas 2012). Με λίγα λόγια, οι παλιοί κάτοικοι εγκαταλείπουν την περιοχή όχι αναγκαστικά για τα προάστια αλλά και για άλλες περιοχές της Αθήνας, λιγότερο «εθνοτικά ανομοιογενείς», συμβάλλοντας έτσι στην εντονότερη συγκέντρωση – ή αίσθηση συγκέντρωσης – μεταναστευτικών ή/και άλλων «μη λευκών» εθνο-κοινωνικών ομάδων. Ωστόσο, είναι φανερό ότι οι νεοερχόμενοι βρίσκουν στο κέντρο της πόλης το κενό που από πολύ καιρό έχουν αφήσει όσοι μετακόμισαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαφορά μείωσης του πληθυσμού στον παρακάτω πίνακα είναι μεταξύ 1971-91 εννέα ποσοστιαίες μονάδες ενώ μόλις 0,2 μεταξύ 1991-2001 που είναι περίοδος μετανάστευσης.

Πίνακας: Κατανομή πληθυσμού (%) στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Πρωτευούσης μεταξύ 1920 και 2001

1951

1961

1971

1981

1991

2001

Δήμος Αθηναίων

40,3%

33,9%

34,1%

29,3%

25,1%

24,9%

Δήμος Πειραιά

14,0%

10,2%

7,4%

6,5%

5,9%

5,7%

Υπόλοιποι Δήμοι

45,7%

55,9%

58,5%

64,2%

69,0%

69,4%

Πηγή: Απογραφές Πληθυσμού 1951-2001

Οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής που μας παραχώρησαν συνέντευξη, είναι παλιοί κάτοικοι και οι περισσότεροι έχουν μεγαλώσει στη γειτονιά. Από αυτούς που απάντησαν στη σχετική ερώτηση (περίπου οι μισοί των ερωτηθέντων) η πλειονότητα διαμένει στην περιοχή πάνω από δέκα χρόνια.

Διάγραμμα 1: Χρόνος παραμονής στη συγκεκριμένη περιοχή/γειτονιά

Κάποιοι πιο ηλικιωμένοι αναφέρουν ότι ήταν εσωτερικοί μετανάστες από την επαρχία (π.χ Καρδίτσα, Ορεστιάδα[4]), αλλά και παλιννοστούντες μετανάστες που μετά από κάποια χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή[5]. Βασικό κίνητρο για την επιλογή της εν λόγω περιοχής, όπως και στην περίπτωση των μεταναστών που θα δούμε πιο κάτω, ήταν το γεγονός ότι βρίσκεται σε κεντρικό σημείο και έχει καλές συγκοινωνίες.[6] Υπάρχουν και πολλοί ερωτηθέντες, οι οποίοι είναι παλιοί κάτοικοι και συνεχίζουν να εργάζονται στην περιοχή (ιδιοκτήτες καταστημάτων, μικροέμποροι, τεχνίτες,  κλπ.), αλλά έχουν μετακομίσει με τις οικογένειές τους σε άλλες περιοχές.[7]
Σε αντίθεση με τους Έλληνες κατοίκους που κατά βάση μεγάλωσαν ή κατοικούν εδώ και πολλά χρόνια στην περιοχή, η διάρκεια παραμονής των αλλοδαπών ποικίλει από μερικούς μήνες έως 16 χρόνια. Εν προκειμένω παρατηρείται μια εσωτερική διαφοροποίηση που σχετίζεται με την εθνοτική προέλευση, το έτος έλευσης στην Ελλάδα και το νομικό καθεστώς. Έτσι, οι αλλοδαποί που προέρχονται από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης (Αλβανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Πολωνία, κλπ.) έχουν μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής από αυτούς που προέρχονται από ασιατικές και αφρικανικές χώρες (Αφγανιστάν, Συρία, Μπανγκλαντές, Πακιστάν, Τυνησία, κλπ.). Εξαίρεση αποτελούν ορισμένοι Πακιστανοί και Άραβες άνδρες που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή εδώ και μια δεκαετία.
Πέρα από την κεντρικότητα της περιοχής, το πυκνό συγκοινωνιακό δίκτυο (μετρό, λεωφορεία, τρόλεϊ), την εγγύτητα και τις ευκαιρίες εργασίας, για τους αλλοδαπούς υπάρχει ένα επιπλέον κριτήριο-κίνητρο για τη συγκεκριμένη επιλογή εγκατάστασης: η ύπαρξη συγγενών και φίλων ή/και εν γένει ομοεθνών. Μάλιστα, φαίνεται πως η σημασία των δικτύων αυξάνεται όσο αυξάνεται η πιθανότητα θεσμικής και υλικής επισφάλειας για τους νεοεισερχομένους. Έτσι, σε περιπτώσεις μεταναστών ή αιτούντων άσυλο ή ατόμων χωρίς χαρτιά, των οποίων η κινητικότητα αποτελεί μέρος ενός σχεδίου συλλογικής μεν προετοιμασίας ατομικής δε υλοποίησης και χαρακτηρίζεται από αυξημένη επισφάλεια, η ύπαρξη άτυπων κοινοτήτων ομοεθνών και άτυπων δικτύων πληροφόρησης και επικοινωνίας με τη χώρα καταγωγής δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά προϋπόθεση. Αυτά τα δίκτυα, όπως φαίνεται σε κάποιες συνεντεύξεις, για παράδειγμα με Αφγανές γυναίκες, πέρα από την παροχή και ροή πληροφόρησης καλύπτουν και ορισμένες βασικές ανάγκες επιβίωσης και φροντίδας, π.χ. στέγη έστω και προσωρινή, τροφή, φύλαξη παιδιών, κοκ.
Όπως προαναφέραμε η διαφοροποίηση που παρατηρείται στη βάση της εθνοτικής προέλευσης έγκειται κυρίως στη χρονική διαφοροποίηση έλευσης και συνεπώς στο νομικό καθεστώς παραμονής. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι Αλβανοί μετανάστες βρίσκονται στη χώρα από τη δεκαετία του 1990 και έχουν συμμετάσχει σε κάποιο πρόγραμμα νομιμοποίησης ( του 1998, του 2001 είτε του 2005), ενώ έχουν ως επί το πλείστον φέρει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Επίσης, οι μετανάστες από την Πολωνία και τη Βουλγαρία, οι οποίοι παρεμπιπτόντως συγκροτούν και τις πιο οργανωμένες κοινότητες σε επίπεδο επιχειρηματικής δραστηριότητας κυρίως (στην περιοχή γύρω από την οδό Ιουλιανού βρίσκεται η σημαντικότερη συγκέντρωση/cluster πολωνικών καταστημάτων, ενώ νοτιότερα στην περιοχή γύρω από την πλατεία Βάθη το αντίστοιχο βουλγαρικών), διαφέρουν όχι μόνο ως προς τη χρονική στιγμή έλευσης στην Ελλάδα, αλλά σταδιακά από το 2004 και το 2007 και την είσοδο της Πολωνίας και της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντίστοιχα και ως προς το καθεστώς παραμονής τους. Αντιθέτως, για την πλειονότητα των μεταναστών από τις ασιατικές και αφρικανικές χώρες, με εξαίρεση όπως προαναφέραμε ορισμένους Αιγύπτιους και Πακιστανούς, τόσο η περιοχή όσο και συνολικά η Ελλάδα δεν αποτελεί παρά ένα χώρο transit σε αναζήτηση δυνατότητας μετάβασης σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης. Αυτή η «transit κατοίκηση» βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την προσωρινότητα του καθεστώτος παραμονής αυτών των μεταναστών, οι οποίοι  είναι ως επί το πλείστον αιτούντες άσυλο ή χωρίς χαρτιά.
Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις συνεπάγονται και διαφορετικές στρατηγικές ένταξης τόσο στη γειτονιά όσο και στην κοινωνία εν γένει. Παρατηρείται, ωστόσο, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης μια τάση εξομοίωσης ως προς την επιθυμία φυγής από την Ελλάδα. Οι περισσότεροι αλλοδαποί απαντούν ότι θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα ή ότι θα αναγκαστούν σύντομα να φύγουν λόγω οικονομικών δυσκολιών, ανεργίας και ρατσισμού. Οι απαντήσεις αυτές κυριαρχούν ακόμα και σε περιπτώσεις αλλοδαπών από τα Βαλκάνια που δεν έχουν προβλήματα με τα χαρτιά τους καθώς είναι Ευρωπαίοι πολίτες, π.χ. Βούλγαροι.

3.1 «Βρωμάει ο τόπος» και «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη»[8]
Όλοι σχεδόν οι συνεντευξιαζόμενοι, Έλληνες και μη, θεωρούν ότι ζουν σε μια υποβαθμισμένη περιοχή. Στην περίπτωση των Ελλήνων η υποβάθμιση αυτή συνδέεται τις περισσότερες φορές με τη «δραματική» αλλαγή στην πληθυσμιακή σύνθεση: «στην αρχή Αλβανοί οικογενειάρχες – μετά Ρουμάνοι, Πακιστανοί, Αφγανοί που βγάζουν μαχαίρι».[9] Η αλλαγή στην πληθυσμιακή σύνθεση έχει συντελέσει στην απουσία «κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων».[10] Πολλοί μετανάστες διαπιστώνουν την απότομη αλλαγή στις συμπεριφορές των Ελλήνων. Η περιγραφή ενός Σύριου που κατοικεί στην Ελλάδα τα τελευταία 17 χρόνια είναι χαρακτηριστική:
«Όταν ήρθα στην Ελλάδα πριν από 17 χρόνια ήταν διαφορετική η περιοχή. Σε αυτή την περιοχή ο Έλληνας είχε αποδεχτεί τον ξένο. Θα ήταν διαφορετικά αν είχα ανοίξει μαγαζί αλλού, όπως στο Γαλάτσι. Η γνώμη μου για τους Έλληνες της περιοχής είναι πολύ καλή αλλά αφορά το τότε όχι το τώρα…Τώρα όταν για παράδειγμα βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση και ζητάς τα δικαιώματά σου κι έχεις δίκιο, η πρώτη κουβέντα που θα σου πει είναι “Αν δεν σ’ αρέσει να πας στη χώρα σου”. Αυτό είναι πολύ άσχημο. κι εκεί δεν έχω απάντηση κι ας έχω δίκιο. Υπάρχουν, όμως, κι άνθρωποι απίστευτα φιλόξενοι».[11]
Αλλά είναι αξιοσημείωτο  ότι πολλοί αλλοδαποί, κυρίως από Ευρωπαϊκές χώρες (Αλβανοί, Ρουμάνοι, Ουκρανοί, κτλ.), επισημαίνουν επίσης ότι η μεγαλύτερη αλλαγή που έχει συντελεστεί στην περιοχή είναι η έλευση μεγάλου αριθμού «λαθρομεταναστών», «Αφρικανών», «έγχρωμων». Αντίθετα, άλλοι θεωρούν ότι η μεγαλύτερη αλλαγή που έχει συντελεστεί στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση, είναι ότι πολλοί μετανάστες φεύγουν από την Ελλάδα λόγω έλλειψης δουλειάς και άλλων οικονομικής φύσεως προβλημάτων. Αυτή η τοποθέτηση μπορεί να ερμηνευθεί ως παράγωγο της αύξησης της transit μετανάστευσης, η οποία αντιμετωπίζεται με φυλετικούς όρους. Στο σημείο αυτό τίθενται ερωτήματα σχετικά με την ανάπτυξη ρατσιστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών μεταξύ μεταναστών διαφορετικών προελεύσεων και μεταξύ κοινοτήτων, όπου η άνιση θέση που καταλαμβάνουν οι διαφορετικές ομάδες στην ιεραρχική κλίμακα φυλών, εθνών και κοινωνικών τάξεων διαδραματίζει κεντρικό ρόλο (πρβλ. Μπαλιμπάρ & Βαλερστάιν 1991). Επιβεβαιώνεται δηλαδή μια από τις κλασικές διχοτομίες που επαναλαμβάνονται στην ιστορία της μετανάστευσης, αυτή μεταξύ παλαιών και νέων μεταναστών (Green 2004). Οι διακρίσεις αυτές αναπαράγονται και από τους νέους (κυρίως εφήβους): για παράδειγμα στη διάρκεια μιας συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε σε ανοιχτό χώρο κοντά στα γήπεδα της πλατείας Λαρίσης, στην οδό Σάμου, υπήρξαμε μάρτυρες ενός καυγά μεταξύ ενός Άραβα και κάποιων Αφρικανών που έπαιζαν μπάσκετ. Κάποια στιγμή ο Άραβας έσπασε κι ένα μπουκάλι και πήγε να χτυπήσει τους άλλους νέους που δεν θα πρέπει να ήταν πάνω από 15 χρονών. Από ό,τι φάνηκε από τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών του επεισοδίου αλλά και των περιοίκων τέτοια περιστατικά δεν είναι τόσο σπάνια.
Η «γενική κατάσταση ανασφάλειας» (Μπαλιμπάρ 2011) που φαίνεται να κυριαρχεί στην περιοχή ανάγεται στην αίσθηση «βρομιάς» που αναδίδει ο τόπος. «Βρομάει ο τόπος» τόσο λόγω των «λαθρομεταναστών», αφού «οι έλληνες είμαστε μειοψηφία»[12] όσο και λόγω των τοξικομανών και των αστέγων.[13] Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στα προβλήματα της περιοχής μια Ελληνίδα  38 ετών που ζει στην οδό Κοδριγκτώνος, στον Άγιο Παντελεήμονα: «Πλήθος μεταναστών, αποχώρηση έως εξαφάνιση των Ελλήνων, αύξηση ναρκωτικών, πορνεία. (…) Προσωπικά κανένα κρούσμα, αυξημένο όμως στην καθημερινότητα το αίσθημα ανασφάλειας.»[14] Στη βρομιά και την έλλειψη καθαριότητας από το Δήμο αναφέρονται και πολλοί μετανάστες. Ο όρος όμως χρησιμοποιείται και μεταφορικά σε ορισμένες περιπτώσεις από Ευρωπαίους μετανάστες για να περιγράψει φυλετικές διαφορές, π.χ. οι Αφγανοί και οι Πακιστανοί βρομάνε, βρομάει το φαγητό τους, κλπ. Το αίσθημα του φόβου είναι έντονο σε όλες τις απαντήσεις, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Υπάρχει φόβος επίσης και για τα παιδιά-εφήβους μην τύχει και «παρασυρθούν» από συμμορίες, ναρκωτικά, κτλ.
Οι μετανάστες βιώνουν εξίσου την περιοχή ως ένα επικίνδυνο τόπο, όπου δεν μπορούν να νιώσουν ασφάλεια παρά μόνο στο πλαίσιο των άτυπων δικτύων (συγγενικών, φιλικών, επαγγελματικών). Οι απαντήσεις, ωστόσο, διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο προέλευσης. Οι Ευρωπαίοι αλλοδαποί δίνουν έμφαση στην παρουσία των «εγχρώμων», «Ασιατών», «Αφρικανών», ενώ οι υπόλοιποι σε συγκεκριμένες συμμορίες, εγκληματικά δίκτυα κτλ. Οι αλλοδαποί από χώρες της Ασίας και της Αφρική δίνουν έμφαση σε συμμορίες ομοεθνών τους, για παράδειγμα μια Αφγανή μας είπε ότι ο μεγαλύτερός της φόβος είναι μην απαγάγουν τα παιδιά της Αφγανοί για να της ζητήσουν λύτρα, άλλα και άλλων Ευρωπαίων μεταναστών, π.χ. Ρώσων «που όλο πίνουν και μεθούν και παίζουν ξύλο και κλέβουν» αλλά και Ρουμάνων.

3.2 Η «εξοικείωση» ως αναγκαιότητα που απουσιάζει;
Ο γενικευμένος φόβος μπορεί να μη βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά που έχουν συμβεί στους συγκεκριμένους κατοίκους, καθορίζει ωστόσο την κινητικότητα των κατοίκων στο δημόσιο χώρο αλλά και τις προσδοκίες από το μέλλον. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει μια γυναίκα 46 ετών, με τρία παιδιά που ζει στην οδό Μακεδονίας:
«Δεν έχω τη δυνατότητα να πάω αλλού. Αλλά αν είχα θα πήγαινα κάπου όπου θα μπορούσα να βγαίνω από το σπίτι μου άνετα χωρίς να φοβάμαι για μένα και τα παιδιά μου να κυκλοφορήσουν έξω. Και όχι να είναι κλεισμένα στο σπίτι και κάθε στιγμή να βλέπουν από το μπαλκόνι σκηνές απείρου κάλλους. Αλλά δυστυχώς κάποιοι επέλεξαν να γίνεται αυτή η κατάσταση και να μην ενδιαφέρονται να την κάνουν καλύτερη για όλον τον κόσμο που μένει σε αυτή τη γειτονιά. Μια πλήρης αδιαφορία.»
«Για τα παιδιά μου θα ήθελα ένα καλύτερο αύριο για τα ίδια και τα παιδιά τους. Έναν κόσμο γεμάτο αγάπη, χαρά και όχι το χάλι που υπάρχει τώρα. Να ακούγονται γέλια από παιδιά, να παίζουν και όχι να κλείνονται στα κλουβιά. Και πράσινο, πολύ πράσινο.(…) Να μπορούσαμε να βγαίναμε έξω στο πεζοδρόμιο, να καθόμασταν, να κουβεντιάζαμε, να παίζαν τα παιδιά, να είχαμε ελευθερία κινήσεων και όχι να φοβόμασταν να κλεινόμαστε στο σπίτι από τις 10μμ.»[15]
Αν ακολουθούσαμε την τριμερή διάκριση του Henri Lefebvre (2000), θα λέγαμε ότι οι «πρακτικές του χώρου», ο τρόπος με τον οποίο δηλαδή οι κάτοικοι της περιοχής βιώνουν τον χώρο, διαμεσολαβείται από «αναπαραστάσεις του χώρου», οι οποίες παράγονται είτε σε τοπικούς είτε σε υπερτοπικούς (κυρίως κεντρικά ΜΜΕ) «αναπαραστατικούς χώρους». Κομβικό ρόλο στην εδραίωση των προσλήψεων της περιοχής ως επικίνδυνης παίζουν οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που την καθιστούν de facto τόπο παραβατικότητας και εγκληματικότητας. Χαρακτηριστικά μια ομάδα εθελοντών που πραγματοποίησαν συνεντεύξεις στην περιοχή μας ανέφεραν ότι ένιωσαν μεγάλη ανασφάλεια και ήταν ιδιαίτερα διστακτικοί στο να πλησιάσουν αλλοδαπούς.
“Ένιωσα ξένη σαν να ήμουν σε περιοχή στην Τουρκία, στην Ανατολή. Αισθανόμασταν μήπως χρειάζεται να πάρουμε διαβατήριο για να μπούμε μέσα. Ήταν σαν να ήμασταν σε άλλη χώρα. Δεν μιλούσαν τη γλώσσα όταν μπήκαμε μέσα. Φοβήθηκα. Δεν θα μπορούσα ούτε να ζήσω, ούτε να δουλέψω στην περιοχή. Μου προκάλεσαν φόβο οι πολλοί μετανάστες και κάποια βλέμματα μεταναστών. Αφού μίλησα με μετανάστες αισθάνθηκα πιο χαλαρά. Ουφ. Αλλά συνέχισα να νιώθω άσχημα στο δρόμο. Ήταν σαν αυτά που βλέπεις στην τηλεόραση για τα εγκλήματα. Υπήρχαν κάποιοι που έτρεχαν. Εκνευρίζομαι με τους Έλληνες που δεν κάνουν τίποτα γι αυτό. Τους διακρίνεις από τη μούρη. Γιατί δεν θέλεις να μιλήσεις γι αυτό;».
Αντίθετα στις συνεντεύξεις με άτομα που εργάζονται στην περιοχή, οι προσλήψεις του χώρου είναι τελείως διαφορετικές λόγω της εξοικείωσης που υπάρχει με τους άλλους και της αποσύνδεσης των μεταναστών με τα στερεότυπα που αναπαράγονται στον λόγο των ΜΜΕ: «Εγώ αισθάνομαι πιο άσχημα στο σπίτι μου όπου μπορεί να έρθουν με τα Καλάσνικωφ παρά εδώ που μπορούν να μου κλέψουν μόνο το πορτοφόλι». Όπως πολλοί έλληνες συνεντευξιαζόμενοι (αλλά και συνεντευκτές) στην πρόοδο των συζητήσεων ομολογούσαν, «είναι θέμα εξοικείωσης»: «Ερχόμαστε με μια προκατασκευασμένη εικόνα. Εγώ δούλευα στο Μεταξουργείο και δεν φοβόμουν να περπατώ τη νύχτα. Πήγα εκεί μετά από καιρό κι ένοιωσα άβολα. Δεν νομίζω ότι οφειλόταν στην αλλαγή του χώρου αλλά στο ότι είχα χάσει την εξοικείωση μου».[16]
Η εξοικείωση που φαίνεται να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ή διαβατήριο, αν θέλουμε να ακολουθήσουμε την παραστατική περιγραφή της συνεντεύκτριας που αναφέρθηκε παραπάνω, εισόδου στο χώρο. Διακρίνεται δε σε τρία επίπεδα, αν θέλουμε να ακολουθήσουμε τη συλλογιστική του Lefebvre: στο επίπεδο των κοινωνικών πρακτικών, με άλλα λόγια στο επίπεδο της καθημερινής ζωής και των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων· στο επίπεδο της συμμετοχής σε χώρους που αναπαριστούν το χώρο, όπως π.χ. σε συλλόγους, σε τοπικές πρωτοβουλίες, εν γένει σε δημόσιους χώρους· στο επίπεδο της παραγωγής των αναπαραστάσεων του χώρου, με άλλα λόγια στο αν και κατά πόσο η εξοικείωση μεταξύ των μόνιμων, προσωρινών αλλά και μεταβατικών (transit) κατοίκων παράγει εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασης του χώρου.
Στο πρώτο επίπεδο, φαίνεται ότι τα περισσότερα άτομα με τα οποία μιλήσαμε ζουν μια περίκλειστη κοινωνικότητα, ή παραφράζοντας τον Richard Sennett (2004), μια «αποκαθαρμένη από την αβεβαιότητα της ετερότητας» κοινωνικότητα. Οι έλληνες κάτοικοι αναφέρουν κατά κανόνα ότι δεν έχουν καθόλου σχέσεις με τους μετανάστες, δεν γνωρίζουν από ποιες εθνότητες είναι και δεν επιθυμούν να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με αυτούς. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, αναφέρονται φιλικές σχέσεις με Πολωνούς μετανάστες.[17] Στον αντίποδα, καλές σχέσεις με Έλληνες αναφέρουν κυρίως Ευρωπαίοι, λευκοί, μετανάστες, ενώ οι υπόλοιποι είτε δεν έχουν καθόλου σχέσεις με έλληνες γείτονες είτε τονίζουν τις ρατσιστικές συμπεριφορές από τους έλληνες κατοίκους και την αστυνομία της περιοχής εις βάρος τους. Υπάρχουν, όμως ορισμένες συνεντεύξεις, π.χ. ένας Πακιστανός μετανάστης στην Πλατεία Βικτωρίας, ο οποίος διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τους γείτονες (Έλληνες και αλλοδαπούς)
Παρόμοια έλλειψη εξοικείωσης συναντά κανείς στο επίπεδο της συμμετοχής σε αναπαραστατικούς χώρους. Με εξαίρεση ελάχιστους αλλοδαπούς, π.χ. μια Ουκρανή, που συμμετέχουν στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων στο σχολείο των παιδιών της, δεν υπάρχει συμμετοχή μεταναστριών/τών στις δραστηριότητες της γειτονιάς. Παρόμοια αποχή από συλλογικούς χώρους παρατηρείται και στην περίπτωση των ελλήνων κατοίκων. Ορισμένοι μόνον αναφέρουν ότι πηγαίνουν στην εκκλησία και στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Στις διαδρομές που επιτελούν οι κάτοικοι, μετανάστες και Έλληνες, φαίνεται ότι υπερισχύουν χώροι έκτακτης αναψυχής έξω από την ακτίνα της καθημερινότητάς τους, π.χ. το Πεδίο του Άρεως, το Ζάππειο, η θάλασσα και σε σπάνιες περιπτώσεις το Μουσείο και η Ακρόπολη. Σε επίπεδο λόγου τουλάχιστον, πιο συγκεκριμένα σε επίπεδο αναστοχασμού των ίδιων των υποκειμένων γύρω από την κινητικότητά τους, φαίνεται ότι υπάρχει μια αποφυγή ή μειωμένη χρήση των δημόσιων χώρων της περιοχής.
Πέρα όμως, ή πριν το επίπεδο λόγου, σε επίπεδο άρρητης παραγωγής του χώρου ή, για να επανέλθουμε στην τριμερή διάκριση που ακολουθούμε, σε επίπεδο άρρητης αναπαράστασης του χώρου, φαίνεται ότι τα πράγματα είναι πιο δυναμικά και χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης που διαφεύγει των δυνατοτήτων αυτής της εργασίας. Ενώ, λοιπόν, οι περισσότεροι κάτοικοι, είτε έλληνες είτε αλλοδαποί, ισχυρίζονται ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, η περιοχή λόγω των προβλημάτων της προξενεί φόβο και εγκλειστότητα στο σπίτι, χαραμάδες εξοικείωσης φαίνεται να διαπερνούν τις κλειστές πόρτες της οικογενειακής ζωής. Για να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα των ναρκωτικών, το οποίο είναι ένα από τα πρώτα και πιο «αποτρόπαια» προβλήματα που αναφέρουν όλοι και όλες: «Εγώ αισθάνθηκα πιο άσχημα με τους ναρκομανείς. (…) Οι χρήστες σου χαλάνε την αισθητική. Δεν μπορείς να τους βλέπεις.» Στη γειτονιά του Αγίου Παύλου, στη νότια πλευρά της περιοχής που εξετάζουμε, παρατηρείται αυξημένη χρήση ναρκωτικών ουσιών:
«Υπάρχουν πολλοί χρήστες γύρω από τον Άγιο Παύλο. Μεγάλης ηλικίας, Έλληνες και ξένοι. Δεν υπάρχει ρατσισμός μεταξύ τους. Δεν είδαμε παιδιά να κάνουν χρήση, αλλά ο καθένας τους βλέπει. Η παιδική χαρά χρησιμοποιείται από παιδιά αλλά δίπλα στον Άγιο Παύλο. Έχει κυρίως μετανάστες αλλά όχι μόνο».
Το παραπάνω απόσπασμα, από όσα μας περιέγραψαν εθελοντές συνεντευκτές που διερεύνησαν τη συγκεκριμένη γειτονιά, δίνει μια γλαφυρή εικόνα της κατάστασης που επικρατεί σε ένα δημόσιο χώρο της περιοχής. Οι ίδιοι συνεντευκτές, εξάλλου,  ανέφεραν «παράπονα σχετικά με την καθαριότητα. Αναμειγνύονται τα παιδιά, αλλά κάποιοι βρομίζουν την παιδική χαρά. Υπάρχουν δείγματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, με την έννοια ότι ορισμένοι δεν σέβονται τους κανόνες κοινής συμβίωσης. Επίσης, υπάρχει απουσία κοινωνικών σχέσεων και καμιά εμπλοκή σε οτιδήποτε δημόσιο, υπάρχει απουσία εκδηλώσεων στην περιοχή.» Πίσω ωστόσο από τα λόγια των συνεντευκτών που τονίζουν ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα ενός μέρους της περιοχής διαφαίνεται μια εξοικείωση και μια υπόρρητη διαπραγμάτευση μεταξύ των κατοίκων και των χρηστών του δημόσιου χώρου (και  ναρκωτικών ουσιών εν τω προκειμένω). Το γεγονός ότι σε μόνιμη βάση παιδιά παίζουν στην παιδική χαρά την ώρα που δίπλα γίνεται χρήση, πέρα από το αίσθημα εγκατάλειψης που μπορεί να προκαλεί ως εικόνα, ως πρακτική υποδεικνύει και ένα είδος συμβίωσης που υπερβαίνει τη γενική κατάσταση φόβου. Με άλλα λόγια, η ανάγκη πρόσβασης στο δημόσιο χώρο, εν τω προκειμένω για να παίξουν τα παιδιά, είναι τόσο ζωτική που οδηγεί στην υπέρβαση του φόβου και στη διαπραγμάτευση για τη χρήση του χώρου («εκεί μπορείτε να κάνετε χρήση, όχι όμως δίπλα που παίζουν τα παιδιά»). Αυτός ο με εσωτερικές αντιφάσεις τρόπος βίωσης του χώρου προσφέρει αναπαραστάσεις της περιοχής που διαφέρουν ριζικά από εκείνες που παράγονται σε ιδεολογικό επίπεδο τόσο από τα ΜΜΕ όσο και από τους ίδιους τους κατοίκους.

4. Οικογένεια – Παιδιά – Εκπαίδευση
Υπάρχουν μια σειρά από κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην περιοχή οι ελληνικές και οι μεταναστευτικές οικογένειες. Αυτά συνδέονται με την οικονομική κρίση και την κρίση των δομών κοινωνικής στήριξης και αρωγής και, κατεξοχήν,  με τις πρακτικές που αφορούν τη λειτουργία των δημόσιων δομών εκπαίδευσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τόσο Έλληνες όσο και μετανάστες γονείς, αναφέρουν ότι δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των παιδιών τους, συμπεριλαμβανομένης  της τροφής ή/και της ένδυσης. Παρόλο που στην περιοχή έχουν οργανωθεί συσσίτια σε ορισμένα σχολεία, σε κάποια άλλα παρέχεται ένα μικρό κολατσιό ενώ ο Δήμος και ΜΚΟ έχουν αναλάβει την διάθεση τροφίμων σε οικογένειες, υπάρχουν ακόμα πολύ σημαντικά προβλήματα με οικογένειες κατοίκων της περιοχής που αντιμετωπίζουν την ανεργία, τη φτώχεια και, σε αρκετές περιπτώσεις, την επισφάλεια της στέγης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, η οικονομική ανασφάλεια συνδέεται με τις ελλείψεις των κρατικών δομών φροντίδας και υποστήριξης της εκπαίδευσης που εντείνονται κατά την περίοδο της κρίσης.
Για τους περισσότερους γονείς η οικονομική ανασφάλεια αποτελεί πηγή έντονου  άγχους,  καθώς αισθάνονται ότι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν επαρκώς στον γονεϊκό ρόλο. Ο κεντρικός ρόλος της παιδείας στην ανατροφή των παιδιών τους αναδεικνύεται έντονα, έτσι ώστε πολλοί γονείς που κατοικούν στην περιοχή να νιώθουν ματαίωση και απογοήτευση όταν λόγω οικονομικών δυσχερειών αναγκάζονται να περιορίσουν τη μόρφωση των παιδιών τους. Όπως φαίνεται και στα παρακάτω διαγράμματα, τα «οικονομικά προβλήματα» και η ίδια η «επιβίωση» καταλαμβάνουν σημαντική θέση σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό των αναγκών των παιδιών. Αρκετά σημαντικό και το ζήτημα της «επικοινωνίας», καθώς και εν γένει της «μόρφωσης». Για τους έλληνες γονείς το βασικότερο πρόβλημα σε σχέση με τις ανάγκες των παιδιών είναι το οικονομικό, ενώ ακολουθούν η επικοινωνία με τα παιδιά, η μόρφωση και η ελευθερία κινήσεων των παιδιών. Για τους αλλοδαπούς γονείς τίθεται ως βασικότερο όλων η επιβίωση, ενώ επίσης σημαντική είναι η ελευθερία των παιδιών, καθώς και ζητήματα επικοινωνίας μεταξύ γονιών και παιδιών.

Διάγραμμα 2: Βασικότερα προβλήματα ελλήνων γονιών σε σχέση με τις ανάγκες του παιδιού

Διάγραμμα 3: Βασικότερα προβλήματα αλλοδαπών γονιών σε σχέση με τις ανάγκες του παιδιού

 

 

 

Όσον αφορά τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, η πρόσβαση σε δημοτικούς βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς είναι περιορισμένη κι αυτό αποτελεί κορυφαίο πρόβλημα. Αυτό συμβαίνει διότι (1) δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις και (2) σύμφωνα με τον κανονισμό, μητέρες που δεν έχουν ένσημα ή δεν είναι εγγεγραμμένες στο ταμείο ανεργίας δεν μπορούν να εγγράψουν τα παιδιά τους στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς.[18] Πολλές μετανάστριες μητέρες, οι οποίες εργάζονται σε άτυπους χώρους εργασίας, όπως για παράδειγμα στην οικιακή εργασία ή την εστίαση, επιβαρύνονται οι ίδιες -και όχι οι εργοδότες τους- με την αγορά των ενσήμων, με αποτέλεσμα να επιλέγουν την έκδοση άδειας παραμονής ως εξαρτημένα μέλη. Στις περιπτώσεις αυτές δεν δικαιούνται πρόσβαση σε δημοτικούς ή κρατικούς παιδικούς σταθμούς και είναι υποχρεωμένες να καταφύγουν σε ιδιωτικούς φορείς για την κάλυψη των αναγκών φροντίδας των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Ιδιαίτερο πρόβλημα επίσης αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες κι εξίσου οι μονογονεϊκές οικογένειες μεταναστών. Ένας πατέρας από τη Βουλγαρία, που ανάτρεφε το παιδί του χωρίς μητέρα, έκανε αίτηση στον δημοτικό παιδικό σταθμό η οποία απορρίφθηκε κι έτσι αναγκάζεται να πληρώνει ιδιωτικό παιδικό σταθμό.[19]
Ιδιαίτερα έντονο πρόβλημα αναφορικά με τη φροντίδα των παιδιών προσχολικής ηλικίας αντιμετωπίζουν επίσης ομάδες transit μεταναστών, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις αντιμετωπίζουν διακρίσεις και εντός της ίδιας της μεταναστευτικής κοινότητας. Ένας Αφγανός μετανάστης που συναντήσαμε  μας διηγήθηκε την ιστορία του:
“Έφυγα από το Αφγανιστάν επειδή είχα σχέσεις με τη γυναίκα μου πριν το γάμο. Η οικογένεια της γυναίκας μου ήταν φτωχή και ο πατέρας μου ήταν πολύ πλούσιος. Η κάστα που ανήκω είναι ανώτερη και η οικογένειά μου μου απαγόρευσε να την παντρευτώ. Μου είπαν ότι θα με σκοτώσουν όταν την παντρεύτηκα και αναγκάστηκα να φύγω. Όταν γεννήθηκε η κόρη μου σκέφτηκα ότι είναι διαφορετική. Γιατί για τους Αφγανούς είναι διαφορετική. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν είναι. Η κόρη μου είναι τώρα δύο χρονών και φοβάμαι γι΄ αυτήν. Θέλω να την πάω σε παιδικό σταθμό αλλά μου είπαν ότι δεν μπορώ γιατί δεν δουλεύει η γυναίκα μου. Δεν έχω λεφτά για ιδιωτικό”.[20]
Ορισμένες μεταναστευτικές οργανώσεις και δίκτυα έχουν οργανώσει παιδικούς σταθμούς/νηπιαγωγεία και μονάδες φροντίδας παιδιών προκειμένου να καλύψουν αυτές τις ανάγκες με χαμηλότερο κόστος για τους γονείς, όπως, για παράδειγμα, το ΚΑΣΑΠΙ και το DOEL.[21] Η οικονομική κρίση, όμως, έχει πλήξει  αυτές τις δομές φροντίδας διότι πολλοί μετανάστες δεν είναι πια σε θέση να καλύψουν ούτε τα χαμηλά δίδακτρα που απαιτούνται.
Όσον αφορά τις οικογένειες με παιδιά δημοτικού, το σημαντικότερο ζήτημα που αναφέρουν οι γονείς είναι η κάλυψη από τον οικογενειακό προϋπολογισμό εξωσχολικών δραστηριοτήτων που θεωρούν απαραίτητες για τα παιδιά τους. Παρόλο που οι περισσότεροι ερωτηθέντες αναφέρουν ότι είναι ικανοποιημένοι με τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και τους δασκάλους στο δημόσιο σχολείο, η πρόσληψη του σχολείου ως φορέα που δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες μόρφωσης και άθλησης των παιδιών είναι κυρίαρχη. Η αναγκαιότητα της κάλυψης εξωσχολικών δραστηριοτήτων ακόμα και για τα παιδιά του Δημοτικού σχολείου εκλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτό ως βασική γονεϊκή υποχρέωση. Πιο συγκεκριμένα, οι γονείς θεωρούν ότι τομείς μάθησης, όπως αυτή των ξένων γλωσσών, παρόλο που συμπεριλαμβάνονται στο σχολικό πρόγραμμα, είναι απαραίτητο να καλύπτονται από επιπλέον εξωσχολικά φροντιστηριακά μαθήματα, τα οποία επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Οι γονείς των οποίων τα παιδιά έχουν μαθησιακές δυσκολίες θεωρούν δεδομένη την ανάγκη για ιδιωτική ενισχυτική διδασκαλία, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις αυτή προσφέρεται δωρεάν από το δημόσιο σχολείο. Επιπλέον, υπάρχουν  πολλοί τομείς, όπως αυτοί της άθλησης, του θεάτρου, της ζωγραφικής ή της μουσικής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στο σχολικό πρόγραμμα και απαιτούν έξοδα που πολλές οικογένειες αδυνατούν πλέον να καλύψουν.
Η τάση αυτή είναι ακόμα πιο έντονη στις οικογένειες που έχουν παιδιά γυμνασίου και λυκείου, όπου η επιπλέον φροντιστηριακή κάλυψη γίνεται αντιληπτή ως απαραίτητη προϋπόθεση για τις καλές σχολικές επιδόσεις και ως αναγκαία συνθήκη για την είσοδο στο Πανεπιστήμιο Η εντατικοποίηση των εκπαιδευτικών πρακτικών στις ηλικίες αυτές είναι ιδιαίτερα έντονη και αποτελεί συχνά πηγή έντασης εντός και εκτός της οικογένειας. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες γονείς διαπιστώνουν το έντονο συναισθηματικό βάρος που αντιμετωπίζουν τα παιδιά αυτής της ηλικίας καθώς δεν έχουν διεξόδους εκτόνωσης στην περιοχή. Το πρόβλημα  είναι πολύ πιο έντονο για τα παιδιά των Ελληνικών οικογενειών, των οποίων οι γονείς επειδή φοβούνται την εγκληματικότητα στην περιοχή καθώς και την παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστών δεν τα αφήνουν να κυκλοφορούν ελεύθερα έξω.
Πέρα από την οικονομική επιβάρυνση, οι αναγκαίες εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών καλύπτουν σημαντικό κομμάτι του κοινού χρόνου των οικογενειών. Πολλοί γονείς, ιδιαίτερα πατέρες, επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει κοινός ελεύθερος χρόνος  λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων, ιδιαίτερα μετά την κρίση. Επίσης τονίζουν ότι μεγάλο μέρος του χρόνου εκτός σχολείου και εργασίας καλύπτεται από τις ανάγκες της μελέτης στο σπίτι. Οι γονείς, κυρίως οι μητέρες, κατά κανόνα επωμίζονται την ευθύνη να “διαβάσουν τα παιδιά” προκειμένου να εξασφαλίσουν ικανοποιητικές σχολικές επιδόσεις. Για τις μετανάστριες και τους μετανάστες, η βοήθεια στο σπίτι είναι συχνά αδύνατη καθώς οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καλά ελληνικά.[22] Η πρακτική αυτή είναι ακόμα πιο συχνή σε μικρές ηλικίες όταν η οικογένεια δεν διαθέτει το απαραίτητο εισόδημα για να χρηματοδοτήσει την ενισχυτική διδασκαλία ή/και τα επιπλέον φροντιστηριακά μαθήματα.
Το παράδοξο είναι ότι στις απαντήσεις τους τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες γονείς έχουν την τάση να μην προσλαμβάνουν το δημόσιο σχολείο ως δομή που δυνητικά θα πρέπει να καλύπτει εξολοκλήρου τις εκπαιδευτικές και αθλητικές ανάγκες των παιδιών τους. Αντίθετα, ακόμα και όταν αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην χρηματοδότηση των εξωσχολικών δραστηριοτήτων των παιδιών τους, αποφεύγουν να κατακρίνουν το σχολείο σαν δημόσιο εκπαιδευτικό οργανισμό.[23] Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν την κυρίαρχη τάση στην Ελληνική κοινωνία να αποδέχεται την παραπαιδεία ως συστατικό στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος, παρόλο που επιβαρύνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό με τρόπο που ουσιαστικά αμφισβητεί τον “δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα” της παιδείας. Αυτή η τάση αναπαράγεται και στο λόγο πολλών εκπαιδευτικών, οι οποίοι επισημαίνουν ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές τους είναι η αδυναμία των γονιών να παρέχουν επιπλέον ιδιωτική ενισχυτική και φροντιστηριακή διδασκαλία λόγω οικονομικών προβλημάτων.[24] Επομένως, πολλοί εκπαιδευτικοί θεωρούν ως δεδομένο ότι το δημόσιο σχολείο στο οποίο εργάζονται δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών των παιδιών, ενώ αντίθετα κρίνουν προβληματική τη διακοπή των επιπλέον μαθημάτων που έκαναν οι μαθητές τους λόγω οικονομικών δυσκολιών. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι το δημόσιο σχολείο, έχοντας λειτουργήσει για δεκαετίες σε μια σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας προς την ιδιωτική φροντιστηριακή εκπαίδευση αδυνατεί σήμερα να προσαρμοστεί στις ολοένα αυξανόμενες δυσκολίες που προκύπτουν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι ερωτηθέντες καταφεύγουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε επιπλέον υποστήριξη των παιδιών τους για τις ανάγκες του σχολείου. Το βασικότερο ρόλο διαδραματίζει η μητέρα (38% των ερωτηθέντων ελλήνων, 33% των αλλοδαπών). Δεύτερο σημαντικότερο διαδραματίζει το φροντιστήριο, ενώ στην περίπτωση των ελλήνων γονιών εξίσου σημαντική με το φροντιστήριο είναι η βοήθεια που παρέχεται και από τους δυο γονείς. Στην περίπτωση των αλλοδαπών παιδιών παρατηρείται συχνότερα βοήθεια από τα μεγαλύτερα αδέρφια ή από φίλους από ό,τι στην περίπτωση των ελλήνων.

Διάγραμμα 4: Επιπλέον υποστήριξη παιδιών ελλήνων γονιών για τις ανάγκες του σχολείου

 

Διάγραμμα 5: Επιπλέον υποστήριξη παιδιών αλλοδαπών γονιών για τις ανάγκες του σχολείου

Και στον τομέα αυτό φαίνεται ότι οι άτυπες δομές στήριξης αποκτούν ολοένα  μεγαλύτερη σημασία. Ο ευρύτερος οικογενειακός και φιλικός κύκλος σε πολλές περιπτώσεις καλύπτει ανάγκες εκπαίδευσης. Μια Ελληνίδα μητέρα δύο παιδιών, κάτοικος της περιοχής, αναφέρει για παράδειγμα, ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων αναγκάστηκαν να σταματήσουν την ιδιωτική ενισχυτική διδασκαλία και μια οικογενειακή φίλη ανέλαβε το διάβασμα του ενός παιδιού της, που πάσχει από ελαφρά νοητική στέρηση.[25] Σε άλλες περιπτώσεις, εθελοντικές ομάδες και σύλλογοι έχουν αρχίσει να προσφέρουν μαθήματα. Ο διαπολιτισμικός σύλλογος ΑΣΑΝΤΕ ξεκίνησε ένα τέτοιο πρόγραμμα την περσινή χρονιά με 50 μαθητές και εθελοντές με πολύ καλά αποτελέσματα, Όπως μας ανέφεραν οι εκπρόσωποι της οργάνωσης, υπήρχε ραγδαία βελτίωση στις σχολικές επιδόσεις των παιδιών.[26]
Παρόλο που το ζήτημα των εκπαιδευτικών αναγκών που δεν καλύπτονται από δημόσιους φορείς είναι ιδιαίτερα έντονο στην περίοδο της κρίσης, η κριτική των Ελλήνων γονιών ως προς τα σχολεία της περιοχής αφορά κυρίως ζητήματα ασφάλειας και διαπολιτισμικών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, πολλοί Έλληνες γονείς αναφέρουν ότι γενικά δεν είναι ικανοποιημένοι από τα σχολεία της περιοχής, παρόλο που είναι ικανοποιημένοι από τους δασκάλους και τη διοίκηση. Η ανασφάλεια αυτή εκτείνεται και στο σχολικό περιβάλλον. Το κυριότερο πρόβλημα που επισημαίνουν είναι το εκπαιδευτικό «περιβάλλον» και ο φόβος στο δρόμο. «Να φοβάσαι να πας τα παιδιά σου στο σχολείο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά μια μητέρα.[27]
Στο λόγο πολλών Ελλήνων γονιών, τα σχολεία της περιοχής χαρακτηρίζονται από έντονες διαπολιτισμικές εντάσεις που οφείλονται κυρίως στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού παιδιών διαφορετικής εθνοτικής προέλευσης. Κατά κανόνα, οι Έλληνες γονείς που διαπιστώνουν τέτοιου είδους εντάσεις ταυτίζουν την επιθετικότητα των άλλων παιδιών με την διαφορετική εθνοτική τους προέλευση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι γονείς αυτοί θεωρούν ότι ο μεγάλος αριθμός αλλοδαπών παιδιών οδηγεί στην κοινωνική απομόνωση των δικών τους παιδιών και σε κάποιες περιπτώσεις καταγγέλλουν  διακρίσεις εναντίον των Ελλήνων μαθητών. Μια μητέρα χαρακτηριστικά αναφέρει: “Ο γιός μου που είναι εννέα χρονών μου έχει πει ότι οι συμμαθητές του που είναι από άλλες χώρες κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους και με το παραμικρό παραποιούνται στους δασκάλους όταν ένα ελληνόπουλο τους πειράζει στο παιχνίδι.”[28] Η ίδια μητέρα αναφέρει ότι δεν καταλαβαίνει γιατί παιδιά με επιθετική συμπεριφορά παίρνουν καλύτερους βαθμούς από άλλα παιδιά που είναι πιο ήσυχα. Οι προσλήψεις αυτές κινδυνεύουν να αναπαράγουν ρατσιστικά στερεότυπα και να ανάγουν συστηματικά τις εντάσεις μεταξύ των παιδιών (που ενδέχεται να έχουν προσωπικό χαρακτήρα ή να σχετίζονται με άλλα ζητήματα) στην ασυμβατότητα διαφορετικών έμφυτων και πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Επιπλέον, οι προσλήψεις αυτές οδηγούν πολλούς Έλληνες γονείς σε ακραίες θέσεις, όπως για παράδειγμα στην άποψη ότι τα σχολεία και τα φροντιστήρια Ελλήνων και αλλοδαπών θα πρέπει να διαχωρίζονται αυστηρά.[29]
Αρκετοί μετανάστες γονείς καταγγέλλουν διακρίσεις απέναντι στα παιδιά τους στο σχολείο. Αν και στις μικρότερες ηλικίες (προνήπιο, νηπιαγωγείο και δημοτικό) τα παιδιά δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται έντονα τις ρατσιστικές προσλήψεις ή διακρίσεις εναντίον τους, μετανάστες των οποίων τα παιδιά είναι μεγαλύτερα (γυμνάσιο, λύκειο) δηλώνουν σημαντικά προβλήματα με την ένταξη των παιδιών τους στην σχολική κοινότητα. Όπως αναφέρει ένας πατέρας τριών παιδιών από το Πακιστάν: “Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τα παιδιά είναι που εμείς είμαστε ξένοι. Το αισθάνομαι σε κάποια πράγματα, οπότε και το παιδί θα πάρει από τους γονείς”.[30] Στο πλαίσιο αυτό, μετανάστες γονείς που τα παιδιά τους είναι δίγλωσσα μιλούν για προβλήματα γλώσσας που συμβάλουν στην απροθυμία των παιδιών  να διαβάσουν. Οι διακρίσεις εναντίον των παιδιών μεταναστών έχουν επί το πλείστον  θρησκευτικό, εθνικιστικό και φυλετικό χαρακτήρα. Μια μητέρα από την Αλβανία αναφέρει, για παράδειγμα, ότι η μητέρα ενός συμμαθητή του παιδιού της έκανε φασαρία στο σχολείο επειδή ο γιός της μπήκε στην μπάντα του σχολείου.[31] Οι μετανάστες γονείς από Μουσουλμανικές χώρες, ιδιαίτερα, αναφέρονται σε διακρίσεις που γίνονται στο σχολείο λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και, σε μεγαλύτερες ηλικίες, σε προβλήματα με συμμαθητές στο δρόμο και στο σχολείο λόγω φυλετικών διαφορών. Όπως μας εξήγησε ένας πατέρας από το Μπαγκλαντές, οι εντάσεις αυτές δεν συμβαίνουν μόνο σε περιπτώσεις μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών αλλά πολύ συχνά συμβαίνουν μεταξύ παιδιών μεταναστών διαφορετικών εθνοτικών προελεύσεων. Επομένως, και στο σχολικό περιβάλλον παρατηρούμε την αναπαραγωγή των ενδο-μεταναστευτικών μορφών ρατσισμού.[32]
Δάσκαλοι της περιοχής διαπιστώνουν επίσης ότι οι εντάσεις μεταξύ παιδιών διαφορετικής εθνοτικής προέλευσης, παρόλο που συχνά οφείλονται σε προσωπικές διαφωνίες ή ανταγωνισμό, τείνουν να ανάγονται σε διαπολιτισμικές διαφορές. “Πολλές φορές μαλώνουν και βρίζονται στα διαλείμματα. Ο ένας φωνάζει τον άλλο ‘Αλβανέ’, ‘Αφγανέ’ ή ’Πολωνέ’. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του μαθήματος ανταλλάσσουν τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς”, αναφέρει χαρακτηριστικά μια δασκάλα.[33] Οι εντάσεις όμως αυτές, όπως επισημαίνει η ίδια δασκάλα, δεν εμποδίζουν τα παιδιά  να συνεργάζονται ή να αναπτύσσουν μέσα και έξω από το σχολείο κοινωνικές σχέσεις που διαπερνούν τις διαπολιτισμικές διαφορές.
Οι μορφές κοινωνικοποίησης των παιδιών είναι σε πολλές τους πτυχές διαεθνικές. Στο πλαίσιο της έρευνας πεδίου, συναντήσαμε αρκετά παραδείγματα τέτοιων διαεθνικών πρακτικών: τέσσερα κορίτσια (από την Ελλάδα, την Γεωργία, την Βουλγαρία, την Αλβανία) που συνέθεσαν το δικό τους χιπ χοπ κομμάτι σε ένα κράμα αυτών των γλωσσών με την προσθήκη και της αγγλικής γλώσσας για να το παρουσιάσουν στην γιορτή του σχολείου (δεν ξέρουμε αν τελικά το παρουσίασαν ή όχι), μία μαθήτρια του δημοτικού από την Ινδονησία που έκανε σε εβδομαδιαία βάση “ιδιαίτερα μαθήματα” στα αγγλικά σε μία συμμαθήτριά της από την Αλβανία γιατί “δυσκολευόταν αφού οι γονείς της δεν μιλάνε αγγλικά”, οι τοίχοι των τουαλετών  σχολείων της περιοχής όπου διαφορετικές γλώσσες και γραφές αναμειγνύονται σε μορφή γκράφιτι, η αναφορά πολλών παιδιών που διαμένουν στην περιοχή στον Άγιο Παύλο σαν ένα τόπο διαεθνικής συμβίωσης: “εκεί βρισκόμαστε όλοι μαζί πάντα, εκεί παίζουμε τα απογεύματα”.
Οι επεμβάσεις των γονιών, που απαγορεύουν στα παιδιά τους να συνδέονται κοινωνικά με μετανάστες, στέκονται σε αρκετό βαθμό εμπόδιο στη δημιουργία τέτοιου είδους συνεργατικών και κοινωνικών σχέσεων εκτός σχολείου. Όπως αναφέρει ένας πατέρας, κάτοικος της περιοχής: “Απαγορεύω στα παιδιά μου να κάνουν παρέα με παιδιά μεταναστών επειδή δεν παίρνουν καλά ερεθίσματα από τα συγκεκριμένα παιδιά”.[34] Αντιθέτως αρκετοί Έλληνες γονείς που δεν ακολουθούν τέτοιες στρατηγικές αποκτούν επαφές με οικογένειες μεταναστών που τους επιτρέπουν ως ένα βαθμό να αμφισβητήσουν τα κυρίαρχα στερεότυπα και να ενταχθούν στα άτυπα δίκτυα της περιοχής. “Έχουμε σχέσεις με αλλοδαπούς λόγω των παιδιών. Παίζουν στο πάρκο κυρίως με Βούλγαρους και πάνω στο παιχνίδι γνωριζόμαστε κι οι γονείς. Οι μετανάστες αυτοί που έχουν οικογένεια και δουλεύουν δεν είναι πρόβλημα. Όσοι μαζεύονται στη πλατεία και δεν έχουν δουλειά είναι το πρόβλημα”.[35]
Ο φόβος των γονιών τόσο για την εγκληματικότητα όσο και για τη μετανάστευση οδηγεί σε πολλές απαγορεύσεις. Πολλοί Έλληνες γονείς αναφέρουν ότι δεν επιτρέπουν στα παιδιά τους να παίζουν εκτός σπιτιού χωρίς την παρουσία τους, με αποτέλεσμα εκείνα να περνούν τον  ελεύθερο χρόνο τους στο σπίτι βλέποντας τηλεόραση ή παίζοντας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Πολλοί Έλληνες γονείς θεωρούν τον περιορισμό των παιδιών στο σπίτι ως αναγκαίο μέτρο, καθώς οι κίνδυνοι είναι πολλαπλοί: από τη μια πλευρά να παρασυρθούν τα παιδιά σε παραβατικές δραστηριότητες, κυρίως στα ναρκωτικά, και από την άλλη να πέσουν θύματα των εγκληματικών δικτύων που δρουν στην περιοχή. Για πολλούς γονείς, η “καλύτερη αστυνόμευση” θεωρείται ως βασικό μέσο βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών της περιοχής.[36]
Οι μετανάστες γονείς αναφέρουν επίσης το ζήτημα της ασφάλειας σαν βασικό πρόβλημα της περιοχής και πολλοί, ιδιαίτερα όσοι προέρχονται από πρώην Σοβιετικές χώρες και χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, καθώς ακολουθούν τις ίδιες στρατηγικές με τους Έλληνες γονείς. Ο εγκλεισμός των παιδιών στο σπίτι αποτελεί σημαντικό πρόβλημα καθώς πολλά παιδιά, όπως αναφέρουν οι γονείς τους, παρουσιάζουν συμπτώματα εθισμού στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στην τηλεόραση. Χαρακτηριστικά μια μητέρα από την Ουκρανία αναφέρει ότι επισκέφθηκε τους δασκάλους και τον διευθυντή του σχολείου για να ζητήσει βοήθεια για το πρόβλημα “εξάρτησης του παιδιού από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια”. Η ίδια, όμως, μητέρα επεσήμανε επίσης ότι ζητάει από το παιδί να αποφεύγει ορισμένους συμμαθητές του και δεν καλεί φίλους του παιδιού στο σπίτι γιατί τους θεωρεί “κακές παρέες”.[37]
Παρόλο που πολλοί γονείς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά με οικογενειακές δραστηριότητες εκτός σπιτιού, οι οικονομικές δυσκολίες τους περιορίζουν. Ιδιαίτερα οι αλλοδαποί κάτοικοι αναφέρουν οικονομικές δυσκολίες στην κάλυψη εξόδων μεταφοράς και διασκέδασης. Γενικότερα,  οι γονείς μετανάστες ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να φέρνουν άλλα παιδιά στο σπίτι και να πηγαίνουν σε σπίτια άλλων. “Θα πρέπει να γνωρίσω πρώτα τους γονείς και μετά γιατί όχι; Δεν με νοιάζει από ποια χώρα προέρχονται” λέει ένας πατέρας από την Αλβανία. Είναι πιο επιφυλακτικοί μόνο όσοι γονείς προέρχονται από Μουσουλμανικές χώρες, ιδιαίτερα για τα κορίτσια. Όπως αναφέρει ένα πατέρας από το Μπαγκλαντές, “τα κορίτσια πρέπει να κάνουν παρέα με κορίτσια και τα αγόρια με αγόρια”.[38] Γενικά, όμως, παρατηρούμε ότι τα άτυπα δίκτυα κυριαρχούν, δηλαδή ο ελεύθερος χρόνος καλύπτεται με δραστηριότητες που αφορούν την κοινότητα. Οι περισσότερες μεταναστευτικές οικογένειες περνούν ελεύθερο χρόνο σε φιλικά και συγγενικά σπίτια ομοεθνών, όπου αναπτύσσουν σχέσεις αλληλοβοήθειας.
Η έλλειψη ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου στην περιοχή αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους μετανάστες και Έλληνες γονείς ως πρόβλημα εξίσου σημαντικό και σε πολλές περιπτώσεις αλληλένδετο με τα ζητήματα ασφαλείας. Για τους περισσότερους μετανάστες το Πεδίον του Άρεως προσφέρει ένα χώρο πρασίνου για αναψυχή, δεν απαιτεί έξοδα μετακίνησης και δίνει πολλές δυνατότητες για οικογενειακές εξόδους. Αντίθετα, πολλοί Έλληνες γονείς το αποφεύγουν διότι θεωρούν ότι λόγω του μεγάλου αριθμού μεταναστών είναι επικίνδυνο και προτιμούν άλλους πιο μακρινούς προορισμούς, όπως η Ακρόπολη, ο κήπος του Ζαππείου, η παραλία, το Αττικό Πάρκο, κ.ά. Όπως επεσήμανε η εκπρόσωπος της ΜΚΟ Πράξις, το Πεδίον του Άρεως αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο συνεύρεσης transit μεταναστών και αστέγων,[39] με αποτέλεσμα πολλοί από τους μόνιμους κατοίκους της περιοχής να θεωρούν ότι δεν είναι ασφαλής τόπος για την οικογένειά τους.
Όλοι οι γονείς, Έλληνες και μετανάστες, αποφεύγουν να πηγαίνουν με τα παιδιά τους στις πλατείες, επειδή φοβούνται ότι εκεί μπορεί να ξεσπάσουν βίαια επεισόδια. Τα τελευταία χρόνια, οι πλατείες της περιοχής έχουν μεταβληθεί σε τόπους ρατσιστικής βίας όπου νεο-ναζιστικές, αυτοαποκαλούμενες “πατριωτικές” ομάδες, επιτίθενται συχνά σε μετανάστες με ορατές διαφορές (φυλή, κουλτούρα), κυρίως Αφρικανούς και Ασιάτες. Οι ομάδες αυτές, παρόλο που δρουν κυρίως τις βραδινές ώρες, σηματοδοτούν με διάφορα εθνικιστικά σύμβολα, όπως για παράδειγμα συνθήματα και γκραφίτι, την “ελληνικότητα” των πλατειών, ενισχύοντας έτσι τον φόβο των μεταναστών γονιών που τις αποφεύγουν συστηματικά. Ένα από τα βασικά ευρήματα της έρευνας  είναι ότι η συχνή σωματική και συμβολική ρατσιστική βία έχει καταστήσει ιδιαίτερα τις πλατείες του Αγίου Παντελεήμονα, της Αττικής και της Βικτώριας τόπους απρόσιτους όχι μόνο για τις μεταναστευτικές οικογένειες αλλά και για τις Ελληνικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παιδική χαρά  στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα έχει σφραγιστεί από τις αυτοαποκαλούμενες “πατριωτικές” ομάδες προκειμένου να αποφεύγεται η είσοδος μεταναστριών μητέρων με τα παιδιά τους. Παρόλο που στη διάρκεια της συμμετοχικής παρατήρησης στην περιοχή διαπιστώσαμε ότι παιδιά μικρής ηλικίας διαφορετικών εθνοτικών προελεύσεων σκαρφαλώνουν και χρησιμοποιούν την παιδική χαρά, ενώ οι γονείς παραμένουν έξω από τον περίκλειστο χώρο, δεν υπάρχει δυνατότητα κανονικής πρόσβασης σε όλα τα παιδιά και τους γονείς. Πρακτικές αποκλεισμού αυτού του τύπου δυσχεραίνουν την πρόσβαση των γονιών της περιοχής σε δωρεάν ανοιχτούς χώρους με αποτέλεσμα, όπως επισημαίνουν τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες γονείς, ουσιαστικά να μην υπάρχουν χώροι παιχνιδιού στις υπάρχουσες πλατείες. Αν και πολλοί γονείς, όπως επισημάναμε παραπάνω, υποστηρίζουν ότι η αστυνόμευση μπορεί να λύσει τα προβλήματα αυτά, το παράδειγμα της Πλατείας Βικτωρίας αποδεικνύει το αντίθετο.
Την Πρωτοχρονιά του 2012 η αστυνομία εξαπέλυσε επιχείρηση “εκκαθάρισης” της πλατείας Βικτωρίας από τους Αφγανούς κυρίως μετανάστες που συγκεντρώνονταν εκεί. Η επιχείρηση αυτή ανταποκρινόταν σε μεγάλο βαθμό στις εκκλήσεις και καταγγελίες των ιδιοκτητών μαγαζιών και περιπτέρων της πλατείας που διεκδικούσαν να “καθαρίσει η πλατεία από τη βρόμα”, όπως χαρακτηριστικά μας ανέφερε ένας ιδιοκτήτης καφενείου, προκειμένου να αυξηθεί και πάλι η Ελληνική πελατεία τους.[40] “Φέρνουν τα παιδιά τους εδώ και κάνουν την ανάγκη τους παντού, στα παρτέρια με τα λουλούδια κι οι πελάτες φεύγουν. Κι ύστερα έρχονται τα μικρά τους, τα Αφγανάκια, και μας κλέβουν πράγματα: σοκολάτες, καραμέλες. Κι εκείνοι τρώνε κάτι κόκκινες σάλτσες με αυγά”, όπως μας είπε ένας ιδιοκτήτης περιπτέρου.[41] Σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες μαγαζιών της περιοχής, η επιχείρηση της αστυνομίας μείωσε σημαντικά τον αριθμό των Αφγανών μεταναστών που συγκεντρώνονται στην πλατεία τις πρωινές ώρες, χωρίς όμως να αυξήσει τον αριθμό των Ελλήνων πελατών ούτε και τα έσοδα των μαγαζιών της περιοχής.  Οι Αφγανές γυναίκες που κατοικούν στην περιοχή συνέχισαν να φέρνουν τα παιδιά τους για παιχνίδι στην πλατεία Βικτωρίας, αλλά μας εξήγησαν ότι μετά τις 7 το βράδυ δεν πλησιάζουν την πλατεία διότι υπάρχουν πολλοί ναρκομανείς και εγκληματίες και φοβούνται για την ασφάλειά τους. Μια Αφγανή πρόσφυγας που συναντήσαμε εκεί, η οποία ήταν χήρα με δύο ανήλικα παιδιά καθώς τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι Ταλιμπάν, ανέφερε ότι  φοβάται για την ασφάλεια των παιδιών της διότι έχει ακούσει ότι πολλοί διακινητές απαγάγουν ανήλικα για να ζητήσουν λίτρα από τους γονείς τους.[42] Επομένως το ζήτημα της ασφάλειας των παιδιών αναδεικνύεται ως βασικός παράγοντας που καθορίζει τις στρατηγικές αποφυγής των πλατειών.
Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι η έξαρση της ρατσιστικής συμπεριφοράς αλλά και η εντατικοποίηση της αστυνόμευσης δημιουργούν εμπόδια στην πρόσβαση  γονιών και παιδιών στους ανοιχτούς δημόσιους χώρους της περιοχής. Αυτά τα εμπόδια αποδεικνύονται τελικά εξίσου σημαντικά  με τα εμπόδια που σχετίζονται με την εγκληματικότητα και την παραβατικότητα. Σύμφωνα με σχετική έρευνα που είχε πραγματοποιηθεί στην περιοχή της Κυψέλης, οι πλατείες αποτέλεσαν στο παρελθόν τους κατεξοχήν κοινούς τόπους συνεύρεσης στους οποίους αναπτύσσονταν διαπολιτισμικές επαφές στο κέντρο της Αθήνας.[43] Ιδιαίτερα για τις οικογένειες μεταναστών  και Ελλήνων με παιδιά, οι χώροι αυτοί έδιναν και συνεχίζουν να δίνουν  πολλές δυνατότητες συμμετοχής σε άτυπα δίκτυα ανταλλαγής εμπειριών, ανάπτυξης προσωπικών σχέσεων και αλληλεγγύης της καθημερινής ζωής. Η μοναδική περιοχή, όπου ακόμα λειτουργεί παιδική χαρά είναι αυτή του Αγίου Παύλου, όπου οι γονείς πηγαίνουν τακτικά τα παιδιά τους και αναπτύσσουν κοινωνικές σχέσεις και δίκτυα.[44] Η κρίση και το αρνητικό κλίμα έχει σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο,  οδηγήσει σε περιχαράκωση και αποκλεισμό από το δημόσιο χώρο, με αποτέλεσμα οι ελάχιστες πλατείες και τα μικρά πάρκα να γίνονται τόποι απλησίαστοι και επικίνδυνοι  γονείς και παιδιά.
Έτσι θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι εκείνο το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα της περιοχής δεν είναι απλώς η έλλειψη ανοιχτών χώρων αλλά η περιχαράκωση και ο αποκλεισμός τους.  Όπως μας ανέφερε χαρακτηριστικά η υπεύθυνη μιας ΜΚΟ που ενεργοποιείται στην περιοχή, είναι ιδιαίτερα δύσκολο ακόμα και για εκείνες τις οργανώσεις που παίρνουν την πρωτοβουλία να υλοποιήσουν διαπολιτισμικές δράσεις να καταφέρουν να προσελκύσουν κόσμο σε χώρους που είναι περιχαρακωμένοι. Αντί να επικεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή κέντρο επιλέγουν αντίθετα να υλοποιούν δράσεις μέσω κινητών μονάδων που περιφέρονται σε χώρους στους οποίους οι συμμετέχοντες νιώθουν ασφάλεια ή να κάνουν εργασία δρόμου (street work).[45]

5. Κοινωνικές υπηρεσίες και οι ανάγκες της περιοχής
Σύμφωνα με την έρευνα πεδίου, οι περισσότερες Ελληνικές οικογένειες που κατοικούν στην περιοχή δεν αντιμετωπίζουν άμεσα προβλήματα βιοπορισμού, αλλά βιώνουν έντονα την οικονομική ανασφάλεια. Παρόλο που υπάρχουν παραδείγματα απόρων οικογενειών στο δείγμα,
κυριαρχεί η προοπτική της “φτωχοποίησης”, η οποία είναι εμφανής στις περισσότερες συνεντεύξεις. Στο πλαίσιο αυτό, σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τις προσφερόμενες δημόσιες υπηρεσίες της περιοχής. Όπως διαφαίνεται ξεκάθαρα και από τις απαντήσεις τους για τα δημόσια σχολεία της περιοχής, οι Έλληνες πολίτες είχαν συνηθίσει στην κάλυψη των αναγκών τους σε μεγάλο βαθμό από ιδιωτικούς φορείς και δίκτυα (για παράδειγμα, φροντιστήρια για τα παιδιά, ιδιωτικούς γιατρούς, κτλ.) τα έξοδα των οποίων είχαν την δυνατότητα να καλύπτουν. Η οικονομική κρίση μοιάζει να  υποχρεώνει τις περισσότερες οικογένειες σε περικοπή των ιδιωτικών αυτών παροχών και σε εντονότερη δυσαρέσκεια απέναντι στις παρεχόμενες δημόσιες υπηρεσίες. Λόγω της χρόνιας κάλυψης των αναγκών από ιδιωτικούς φορείς, υπάρχει επίσης άγνοια των παρεχόμενων δημοτικών και κρατικών υπηρεσιών. Για παράδειγμα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός ερωτηθέντων αναφέρει ότι θα ήθελε να διαθέτει περισσότερα χρήματα για να αγοράσει παιδικά βιβλία, ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξη της δανειστικής δημοτικής βιβλιοθήκης. Παράλληλα, είναι εμφανές ότι οι κρατικές δομές εκπαίδευσης και επιμόρφωσης (σχολεία και δημοτικές πρωτοβουλίες) αδυνατούν να καλύψουν τις πολύμορφες ανάγκες που αφορούν τα παιδιά, κυρίως ενισχυτική διδασκαλία, διδασκαλία σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, μαθήματα ξένων γλωσσών, δημιουργικές, αθλητικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, επισκέψεις σε μουσεία, εκπαιδευτικά προγράμματα, ανταλλαγές και κοινές δράσεις με παιδιά άλλων περιοχών. Είναι εμφανές ότι και πολλοί υπεύθυνοι των φορέων αυτών (εκπαιδευτικοί, υπεύθυνοι του δήμου κτλ.) συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις ιδιωτικά παρεχόμενες υπηρεσίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης σαν απαραίτητες. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες, όπου τα φροντιστήρια αντιμετωπίζονται από τους υπεύθυνους ακόμα σαν απαραίτητα συμπληρώματα της «δημόσιας δωρεάν παιδείας».
Παρόλο που τα ζητήματα αυτά απασχολούν τους Έλληνες γονείς, υπάρχει μια κυρίαρχη τάση να θεωρούν ότι τα ζητήματα της ανασφάλειας και του φόβου είναι τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Αναμφισβήτητα η αύξηση της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας είναι  ιδιαίτερα αισθητή  στην περιοχή και σε συνδυασμό με τη ρατσιστική βία ενισχύει τις διαπολιτισμικές διαμάχες. Η σύνδεση της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα και την παραβατικότητα κυριαρχεί στον λόγο και καθορίζει τις στρατηγικές που ακολουθούν πολλοί γονείς. Αντίθετα, οι προοπτικές συνύπαρξης και αλληλοβοήθειας απουσιάζουν εντυπωσιακά από τον λόγο των Ελλήνων γονιών. Ο φόβος, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα οδηγούν πολλές οικογένειες να καταδικάζουν τα παιδιά τους στην κοινωνική απομόνωση, αν όχι κυριολεκτικά στην αντικοινωνική συμπεριφορά.
Ενώ η ανάγκη για μεγαλύτερη αστυνόμευση και για απομόνωση των παιδιών των Ελληνικών οικογενειών από αυτά των μεταναστευτικών οικογενειών προβάλλεται ως μοναδική λύση από πολλούς γονείς, είναι εμφανές ότι όπου λειτουργούν άτυπα δίκτυα τα οποία φέρνουν κοντά οικογένειας διαφορετικής  προέλευσης η αίσθηση της ανασφάλειας περιορίζεται. Όπως αναφέρει ένας Σύριος κάτοικος της περιοχής, ο οποίος είναι παντρεμένος με μια Ελληνίδα: “Οι μετανάστες που έχουν φίλους Έλληνες εδώ και χρόνια βλέπουν ότι οι φίλοι τους -όχι όλοι- αλλάζουν συμπεριφορά απέναντι στους μετανάστες, όχι όμως και στους ίδιους τους φίλους τους που είναι μετανάστες”.[46] Η εξοικείωση με τον άλλο προσφέρει όντως μεγαλύτερη κατανόηση και αίσθημα ασφάλειας. Οι ανάγκες για δημιουργικές δραστηριότητες, η ενισχυτική διδασκαλία, μαθήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, ξένων γλωσσών, θεάτρου, μουσικής, χορού και αθλητικών δραστηριοτήτων είναι μεγάλες και γίνεται  εμφανές ότι η ανάπτυξή τους από εθελοντικά δίκτυα θα ενισχύσει σημαντικά το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, τις συνέργειες, τις κοινές πρωτοβουλίες υπέρ όλων των παιδιών.
Στην περιοχή διαμένει ή δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός αλλοδαπών με νόμιμο καθεστώς παραμονής στην χώρα. Ο τύπος του νομικού καθεστώτος που τους καλύπτει ποικίλει: κάτοχοι αδειών διαμονής διάρκειας 2 ετών ή 10 ετών, κάτοχοι αδειών αορίστου διαμονής, αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, αιτούντες πολιτικό άσυλο (ροζ κάρτα), πολίτες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύζυγοι Ελλήνων ή Ελληνίδων.
Από ότι φαίνεται από την έρευνα πεδίου, η τοποθέτηση των ερωτηθέντων αυτής της κατηγορίας απέναντι στη δράση των δημόσιων φορέων και  κοινωνικών υπηρεσιών διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο των χαρτιών που έχουν και τις δυσκολίες ή διευκολύνσεις από τις οποίες αυτά συνοδεύονται.
Οι Ευρωπαίοι μετανάστες (όλοι/όλες οι κάτοχοι διαβατηρίου χώρας της ΕΕ και μία μεγάλη μερίδα κατόχων διαβατηρίων άλλων Ευρωπαϊκών χωρών) εκφράζουν μία σχετική ικανοποίηση για την ισότιμη αντιμετώπισή τους από τους κρατικούς φορείς σε σύγκριση με τους Έλληνες πολίτες, αλλά και ταυτόχρονα μία συγκρατημένη δυσαρέσκεια για την αναποτελεσματικότητα, την αδράνεια, ή/και έλλειψη εκσυγχρονισμού των φορέων αυτών. Γίνονται, σε αυτές τις γραμμές, αναφορές στις ατελείωτες ουρές που συναντούν σε κάποιες υπηρεσίες (δήμος, εφορία), την μη- εξυπηρετική συμπεριφορά των υπαλλήλων σε κάποιες από αυτές (ασφαλιστικοί οργανισμοί, δήμος), την έλλειψη προσωπικού, υποδομών και εξοπλισμού που εμποδίζει την προσφορά ικανοποιητικού επιπέδου υπηρεσιών (νοσοκομεία, σχολεία). [47]
Υπάρχει, όμως, και μία σημαντική μερίδα Ευρωπαίων πολιτών από χώρες εκτός ΕΕ (κυρίως Αλβανών και Μολδαβών), των οποίων η δυσφορία για τις προσφερόμενες υπηρεσίες από τους κρατικούς φορείς είναι πολύ πιο έντονη. Η   δυσφορία αυτή συνδέεται άμεσα με την αυξανόμενη επισφάλεια της διαμονής τους στην Ελλάδα και την προοπτική “φτωχοποίησής” τους που γίνεται ολοένα και πιο ορατή. Αυτές/οί οι ερωτηθέντες εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες και ανησυχία για τον εάν μπορούν να αντεπεξέλθουν στην αναπαραγωγή του νόμιμης μεταναστευτικής τους ιδιότητας.[48] Αναφέρονται στις καθυστερήσεις έκδοσης των αδειών παραμονής τους, στις εξαιρετικά απαιτητικές προϋποθέσεις για την ανανέωσή τους, στην αδυναμία ανταπόκρισής τους στα οικονομικά προαπαιτούμενα για την ανανέωση των αδειών, το παράβολο και την αγορά των απαιτούμενων ενσήμων. Οι κύριοι φορείς που συγκεντρώνουν τη δυσαρέσκειά τους είναι οι υπηρεσίες του δήμου (όπου έχουν συναντήσει αγενή συμπεριφορά και απροθυμία εξυπηρέτησής τους), τα νοσοκομεία (όπου έχουν συναντήσει απροθυμία ισότιμης, με τους Έλληνες, περίθαλψης αυτών ή των παιδιών τους), και η αστυνομία (ως αναποτελεσματική προκειμένου εξασφαλίσει συνθήκες ασφαλούς διαβίωσης στην περιοχή).
Η πλειονότητα των μη-Ευρωπαίων μεταναστών που πληρούν τις προϋποθέσεις νόμιμης διαμονής έχουν ανάλογες αντιδράσεις για τα προβλήματα ανανέωσης των αδειών παραμονής τους, ενώ για τις υπόλοιπες κοινωνικές υπηρεσίες οι αναφορές τους είναι ακόμη πιο αρνητικές. Υπάρχουν ερωτηθέντες που σημειώνουν ότι: “μας φέρονται σαν ζώα” στις κρατικές υπηρεσίες,[49] ότι μέχρι να μάθουν Ελληνικά δεν υπήρχε διάθεση να συνομιλήσουν οι υπάλληλοι μαζί τους ενώ δεν τους δινόταν επίσημα και η δυνατότητα υπηρεσιών διερμηνείας,[50] ότι υπήρξε περίπτωση άρνησης εξυπηρέτησης λόγω διαφορετικής θρησκείας,[51] καθώς και  η γενικότερη διαπίστωση ότι “μόνος στους Έλληνες φέρονται καλά”. [52]
Η προοπτική απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας από τα παιδιά των νόμιμα διαμενόντων μεταναστών σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3838/10 αντιμετωπίζεται με διαφοροποιήσεις από τους μετανάστες, ανάλογα με το νομικό καθεστώς που διέπει τη διαμονή τους στην Ελλάδα. Οι κάτοχοι διαβατηρίου χώρας της ΕΕ μοιάζουν, στην πλειοψηφία τους, να μην ενδιαφέρονται για αυτό το ενδεχόμενο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρουν ότι η απόκτηση Ελληνικής ιθαγένειας είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να αποφασίσουν τα παιδιά τους όταν ενηλικιωθούν. Για τις άλλες κατηγορίες μεταναστών, η προοπτική αυτή φαίνεται πολύ πιο ελκυστική, διαπιστώνεται όμως από τις απαντήσεις τους σημαντικό έλλειμμα ενημέρωσής τους για τις διατάξεις του νόμου, αφού οι περισσότεροι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι δεν τις γνωρίζουν. Παρόλη την επιθυμία τους για την απόκτηση ιθαγένειας από τα παιδιά τους, ή τη διαπίστωση ότι αυτό τους φαίνεται λογικό αφού τα παιδιά τους έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα και άρα είναι ήδη Έλληνες, πολλοί πάντως δηλώνουν δύσπιστοι για τις προοπτικές χορήγησης της ιθαγένειας στα παιδιά τους, στο πλαίσιο της γενικότερης αρνητικής αντιμετώπισης που τους επιφυλάσσει το ελληνικό κράτος.[53]
Η δράση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην περιοχή είναι σχετικά άγνωστη στους ερωτηθέντες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις διαφαίνεται και πλήρης παρανόηση  του χαρακτήρα τους. Σε ορισμένες συνεντεύξεις οι ερωτηθέντες ταυτίζουν τις ΜΚΟ με τη δράση ιδιωτών δικηγόρων ή γιατρών που τους βοήθησαν σε σχέση με τη διαδικασία νομιμοποίησης τους ή για ιατρικά θέματα.[54] Εξαιρέσεις αποτελούν ορισμένες αναφορές στους Γιατρούς του Κόσμου και την παροχή ιατρικών υπηρεσιών,[55] στην παροχή σιτιστικής βοήθειας από τον Ερυθρό Σταυρό,[56] ενώ υπάρχει και μία αναφορά στην συμβολή του Συνηγόρου του Πολίτη για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης.[57]
Για τους περισσότερους μετανάστες αυτής της κατηγορίας, το ζήτημα της  ανασφάλειας αναδεικνύεται ως κυρίαρχο: και όσον αφορά την αυξανόμενη πρόσληψη της περιοχής γύρω από τον σταθμό Λαρίσης ως επικίνδυνης και όσον αφορά τη δυνατότητα συνέχισης της νόμιμης παραμονής τους στη χώρα. Οι περισσότερες μεταναστευτικές οικογένειες αυτής της κατηγορίας τονίζουν την ανάγκη περισσότερων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων για τα παιδιά τους, ιδίως επειδή έχουν αναγκαστεί να ελαττώσουν αρκετές από αυτές λόγω οικονομικών δυσχερειών.
Υπάρχουν, επίσης, στην περιοχή πολλοί μετανάστες συγκεκριμένης προέλευσης, κυρίως Αφγανοί, αλλά και Σομαλοί, Τυνήσιοι, Μαροκινοί κ.α. οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα προσωρινά με σκοπό να περάσουν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εξαιτίας του κανονισμού του Δουβλίνου 2, που ορίζει ότι τα αιτήματα ασύλου θα πρέπει να εξετάζονται στη πρώτη χώρα εισόδου, οι περισσότεροι από αυτούς είτε αδυνατούν είτε αρνούνται να κάνουν αίτημα ασύλου στην Ελλάδα, όπου τα ποσοστά αναγνώρισης είναι πολύ χαμηλά, οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες, υπάρχει ανεργία και οι κοινωνικές παροχές για τους αιτούντες άσυλο είναι ελάχιστες.[58] Επιπλέον ακόμα και εκείνοι που επιθυμούν να παραμείνουν στην Ελλάδα ως αιτούντες άσυλο αντιμετωπίζουν σημαντικές καθυστερήσεις που τους υποχρεώνουν να παραμένουν παράνομοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αποτέλεσμα είναι ότι στην περιοχή υπάρχει μεγάλος αριθμός οικογενειών που δεν έχουν πρόσβαση στις δημόσιες ,υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων  των εκπαιδευτικών δομών και των δομών υγείας και φροντίδας. Χαρακτηριστικά ένας αιτών άσυλο από την Σενεγάλη με σπασμένο πόδι μας είπε ότι στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού αρνήθηκαν να του προσφέρουν υπηρεσίες διότι δεν είχε χαρτιά.[59] Οι ανάγκες των μεταναστών αυτής της κατηγορίας διαφέρουν από των μεταναστών οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα και εστιάζουν κυρίως στα βασικά αγαθά: στέγαση, τροφή, ένδυση, υπηρεσίες φροντίδας και υγείας. Οι περισσότερες οικογένειες αυτής της κατηγορίας είτε αντιμετωπίζουν έλλειψη και επισφάλεια στέγης είτε κατοικούν σε δωμάτια μέσα σε μικρά διαμερίσματα, τα οποία μοιράζονται με άλλες οικογένειες. Οι γονείς είναι κατά κανόνα άνεργοι ή προσωρινά απασχολούμενοι και δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμα και τις βασικές ανάγκες των παιδιών τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, καλύπτουν τις ανάγκες τροφής, ένδυσης και φροντίδας παιδιών μέσα από άτυπα δίκτυα ομογενών. Για παράδειγμα, Αφγανές γυναίκες φροντίζουν η μια τα παιδιά της άλλης και μοιράζονται τρόφιμα και ένδυση.[60] Παράλληλα απευθύνονται τακτικά σε ΜΚΟ που ενεργοποιούνται στην περιοχή, π.χ. στο Ιατρείο των Γιατρών του Κόσμου, στα συσσίτια της εκκλησίας αλλά και  στις υπηρεσίες  του Δήμου για απόρους. Για τους περισσότερους μετανάστες αυτής της κατηγορίας, ιδιαίτερα όμως για τους άνδρες, τα ζητήματα της ρατσιστικής βίας είναι ιδιαίτερα έντονα διότι αυτοί αποτελούν κατεξοχήν στόχους επιθέσεων. Οι περισσότερες οικογένειες αυτής της κατηγορίας τονίζουν την ανάγκη εκμάθησης ξένων γλωσσών και ηλεκτρονικών υπολογιστών για τους ίδιους και τα παιδιά τους.

6. Συμπεράσματα
Η έρευνα πεδίου στο πλαίσιο της δημιουργίας του «Εργαστηρίου Πολιτισμού» στην περιοχή του σταθμού Λαρίσης μολονότι διεξήχθη σε πιεστικά σύντομο χρονικό διάστημα, παρήγαγε επαρκές υλικό για μια πρώτη αποτύπωση των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής. Σε γενικές γραμμές, ο λόγος των κατοίκων ακολουθεί τη νοηματική αλληλουχία που παράγει ο κυρίαρχος λόγος. Η υποβάθμιση, ο φόβος, η απουσία κοινωνικών σχέσεων, οι ελλείψεις στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων, αποτελούν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο σχεδόν όλων των συνεντεύξεων. Από πρώτη ματιά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η έρευνα δεν προσθέτει κάτι δραματικό στη γενικότερη γνώση που υπάρχει για την περιοχή. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι κοινωνικές συνθήκες που περιγράφονται στην παρούσα έκθεση διατυπώνονται από ανθρώπους που τις βιώνουν, αποτελεί σημαντική αφετηρία στην «απομάγευση» του κοινωνικού, στην έστω και μερική αποκρυπτογράφηση της «δομής του γενικού αισθήματος» (Williams 1977) και, εντέλει, στην ανίχνευση μιας νέας πιο παραγωγικής κοινωνικής προσέγγισης.
Τα επιμέρους ζητήματα που τίθενται ανά θεματική ενότητα παρατίθενται επαρκώς στα αντίστοιχα κεφάλαια αυτής της έκθεσης. Η συμπερασματική παρατήρηση, με την οποία θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την πρώτη απόπειρα αποκωδικοποίησης των δυναμικών και των ροών που εκτυλίσσονται στο συγκεκριμένο χώρο, έχει τη μορφή μιας υπόθεσης εργασίας που θα μπορούσε/έπρεπε να διερευνηθεί περαιτέρω και με διαφορετικούς μεθοδολογικούς τρόπους. Το αόρατο νήμα που ενώνει όλες τις μαρτυρίες και τους απολογισμούς των υποκειμένων που εμπλέκονται στην παραγωγή του συγκεκριμένου αστικού χώρου είναι εμφανώς αυτό της δυσφορίας απέναντι στο διαφορετικό και το επισφαλώς άγνωστο. Όλα τα προβλήματα, τα οποία επικαλούνται οι κάτοικοι (οι Έλληνες σαφώς σε μεγαλύτερο βαθμό) απορρέουν από την καχυποψία ή και το φόβο απέναντι στην ετερότητα, παραβατική ή όχι, σε κάθε περίπτωση πάντως ενοχοποιημένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αφηγήσεις των παλιών κατοίκων υπερισχύει μια μυθική σχεδόν εικόνα για την περιοχή, όπου «οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους, τα παιδιά έπαιζαν έξω, τα μαγαζιά ήταν γεμάτα κόσμο», κοκ. Ακολουθώντας τον R. Sennett, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι έλληνες κάτοικοι της περιοχής διψούν για την οικοδόμηση μιας «αποκαθαρμένης ταυτότητας» που βασίζεται στο «μύθο της κοινοτικής καθαρότητας». Οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις, εν πολλοίς η ποικιλομορφία και ο πλούτος που η αστική εμπειρία παρέχει στους κοινωνούς της μοιάζει να προκαλεί φόβο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επαφή με την ετερότητα, είτε πρόκειται για τους ξένους, είτε για πρακτικές όπως οι άστεγοι, το παραεμπόριο, τα ναρκωτικά  αποφεύγεται, καθώς εκφεύγει του πλαισίου διαπραγμάτευσης. Οι περισσότεροι κάτοικοι, Έλληνες και ξένοι, που επικαλούνται τα προβλήματα που συμπυκνώνει ο πυκνοκατοικημένος αστικός χώρος, αποφεύγουν να έρθουν σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση αλλά και σύγκρουση με αυτά, με τυπικές ή άτυπες μεθόδους.
Ενδεικτικό είναι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω ότι το θέμα της ασφάλειας κατέχει σημαντική θέση στις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής. Αυτό που ωστόσο θα επιθυμούσαν να παράσχει με πιο ενεργητικό και αποτελεσματικό τρόπο η Πολιτεία, ο Δήμος ή οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις είναι οι ελεύθεροι χώροι (πάρκα, παιδικές χαρές) και οι συμπληρωματικές στο σχολείο εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ακόμα και σε περιόδους κρίσης όπου αναμφίβολα οι βασικές βιοτικές ανάγκες τίθενται σε κίνδυνο, οι πολιτισμικοί πόροι αποτελούν στη συνείδηση όχι μόνο των εκπαιδευτικών και των γονιών, αλλά των πολιτών γενικότερα, όχι μόνο διέξοδο αλλά βασική ανάγκη για την ανατροφή και ανάπτυξη των παιδιών. Για τους περισσότερους γονείς, έλληνες και μη, που ρωτήθηκαν σε σχέση με τις προσδοκίες τους για το μέλλον των παιδιών τους η πρωταρχική απάντηση ήταν «να είναι χαρούμενα και ευτυχισμένα». Τροχοπέδη στην εκπλήρωση αυτής της προσδοκίας φαίνεται να αποτελεί η κρίση καθώς και οι ποικίλες ανασφάλειες που αυτή παράγει ή εντείνει. Ό,τι μπορεί να αμβλύνει τα αισθήματα ανασφάλειας και έλλειψης, είτε πρόκειται για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων είτε για την ανάπτυξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων είτε για την παροχή δωρεάν εκπαιδευτικής βοήθειας, δεν είναι απλώς ευπρόσδεκτο αλλά θεωρείται απολύτως αναγκαίο.
Η περιοχή του σταθμού Λαρίσης, όπως και ολόκληρη η περιοχή του Κέντρου της Αθήνας με ελάχιστες εξαιρέσεις, ζει την εφηβική της περίοδο. Αναζητεί την αποκάθαρση της ταυτότητας της (εδώ ο ενικός έχει σημασία γιατί καταδεικνύει τον εξόχως μονοδιάστατο χαρακτήρα της επιθυμητής ταυτότητας), με το μέλλον να μην φαντάζει τόσο άγνωστο και το παρόν να μοιράζεται μεταξύ ομοίων. Επειδή, όμως, η πραγματικότητα και δη η αστική/αστεακή πραγματικότητα εμπεριέχει εκ των πραγμάτων τόσο την ετερότητα όσο και την ενδεχομενικότητα, μοιάζει αναγκαίο το πέρασμα στην ενηλικίωση, όπου «αρχίζει να υπάρχει το είδος έγνοιας του ενήλικα… Αυτή είναι μια έγνοια που βασίζεται περισσότερο στην περιέργεια και τη δέσμευση απέναντι στον άμεσο, προσκρούοντα κοινωνικό κόσμο παρά μια μυστικοπαθής [ενν. μυστικιστική] αγάπη ή ένας πόθος για καθαρότητα» (Sennett 2004, 170).
Επειδή όμως η διαδικασία ενηλικίωσης δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε ασφαλής, ούτε βεβαίως αναπτύσσεται προς μια κατεύθυνση, είναι απαραίτητη η περαιτέρω έρευνα που σχετίζεται με την παραγωγή του συγκεκριμένου χώρου, με μέσα που συνδυάζουν το λόγο των υποκειμένων με τη διείσδυση στις αντιφατικές, συγκρουσιακές, απελευθερωτικές, εν συντομία αστικές/αστεακές πράξεις των υποκειμένων.

Βιβλιογραφία
Anderson Benedict, Φαντασιακές κοινότητες, Αθήνα, Νεφέλη, 1997.
Bennett, O 1997. “Cultural Policy, Cultural Pessimism and Postmodernity”, International Journal of Cultural Policy,  4: 1, 67-84.
Bennett T., Grossberg L., Morris M., New Keywords, London, Blackwell, 2005.
Bennett T., Useful culture, Cultural Studies 6.3, October, 1992.
Bennett T., Differing Diversities – Cultural Policy and Cultural Diversity, Strasbourg, Council of Europe, 2001.
Bennett, T., Frow, J., (eds) 2008. Cultural Analysis, London, Sage.
Bianchini, F. and Parkinson M., eds. Cultural Policy and Urban Regeneration – The West European Experience, Manchester, Manchester University Press, 1993.
Bourdieu P., The production of belief: Contribution to an economy of symbolic goods, London, Hogarth, 1977.
Bourdieu  P. and Passeron J.-C., Les heritiers, les etudiants et la culture, Paris, Minuit, 1964 ελλ. έκδ. Καρδαμίτσα, 1996.
Bourdieu P.,  Η Διάκριση, Αθήνα, Πατάκης, 1979/2002.
Βurke, P., What is cultural history?, Cambridge, Polity 2004.
Elias Norbert, The civilizing process, London, Blackwell, 1939/1994. ελλ. έκδ. Η εξέλιξη του πολιτισμού, Αθήνα, Νεφέλη, 1997.
Gauchet, M. (2011), H απομάγευση του κόσμου. Μια πολιτική ιστορία της θρησκείας, μτφρ. Ά. Κλαμπατσέα, Αθήνα, Πατάκης.
Geertz, C., Η ερμηνεία των πολιτισμών, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1973/2003
Green, N. L. (2004), Οι δρόμοι της μετανάστευσης. Σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, μτφρ. Δ. Παρσάνογλου, Αθήνα, Σαββάλας.
Hall, St., ed., Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας, Αθήνα, Σαββάλας, 1992/2003.
Hall St., ed., Η νεωτερικότητα σήμερα, Αθήνα, Σαββάλας, 1992/2003.
Kandylis, G. and Kavoulakos, K.I. (2011), “Framing urban inequalities: racist mobilisation against immigration in Athens”, The Greek Review of Social Research, 136 (2), 157-176
Kiwan N., “When the cultural and the social meet: a critical perspective on socially embedded cultural policy in France”, The International Journal of cultural Policy, 13:2, 153-167.
Knox P. & Pinch S. (2009), Κοινωνική γεωγραφία των πόλεων, Αθήνα: Σαββάλας.
Lefebvre, H. (2000), La production de l’espace, Paris, Anthropos (4ème édition).
Maloutas T. (2012), “Contextual Diversity in Gentrification Research”, Critical Sociology, 38(1), 33-48.
Marshall, T,H 1950. Citizenship and Social Class, 1950, ελλ. έκδ. T.H.Marshall, T. Bottomore, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη,  μετ. Όλγα Στασινοπούλου, Αθήνα, Gutenberg, 1995.
Papataxiarchis, E., 2005. La Grece face a l’ altérité, Ethnologie francaise, 2.
Sennett, R. (2004), Οι χρήσεις της αταξίας. Προσωπική ταυτότητα και ζωή της πόλης, μτφρ. Γ. Καραπαπάς, Αθήνα, Τροπή.
Stevenson N., Culture and Citizenship, London, Sage, 2001
Saez G., “Les politiques de la culture” in Grawitz M. and Leca J., Traite de Science Politique, Paris, PUF, 1985.
Vaiou, D. et. al. (2009), “GeMIC research project. Greece – Report on Urban spaces and Movemens”, <https://www.gemic.eu/?p=833>.
Williams, R. (1977), Marxism and Literature, Oxford University Press.
Zorba, M., 2011, “La politique culturelle de la Grece. La culture comme objet de politique publique” στο Poirrier Ph. (ed.),  Pour une histoire  des politiques  culturelles dans le monde, 1945-2011, La documentation Francaise
Αράπογλου Β., Καβουλάκος Κ.Ι., Κανδύλης Γ., Μαλούτας Θ. (2009), «Η νέα κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας: Μετανάστευση, ποικιλότητα και σύγκρουση», στο Λ. Βεντούρα, Ε. Παπαταξιάρχης (επιμ.), Η πρόκληση της μετανάστευσης, Σύγχρονα Θέματα, αφιέρωμα: 31/107, 57-66.
Βαΐου, Ντ. κ.ά. (2007), Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας, Αθήνα: L-Press.
Βελεγράκης, Γ., Γλένη, Β., Σαγιά, Α., Σολδάτου, Γ. (2011), Η περιοχή του Άγιου Παντελεήμονα Αχαρνών ως πεδίο χωροχρονικών σχέσεων μεταξύ παλιότερων κατοίκων και νεοαφιχθέντων μεταναστών, Αθήνα: ΕΜΠ.
Καβουλάκος, Κ.Ι., Κανδύλης, Γ. (2010) «Τοπική αντιµεταναστευτική δράση και αστική σύγκρουση στην Αθήνα», Γεωγραφίες,17, 105-109.
Καλαντζοπούλου, Μ., Κουτρολίκου, Π., Πολυχρονιάδη, Κ. (2011), O κυρίαρχος λόγος για το κέντρο της Αθήνας…<encounterathens.files.wordpress.com/2011/05/encounter-logos-15052011.pdf>
Μαλούτας Θ. (2011), Χωρικές και κοινωνικές επιπτώσεις της Κρίσης στην Αθήνα: από τις ρυθµίσεις του πελατειακού κράτους στην Κρίση των ελλειμμάτων, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134-135, Α´-Β´ 2011, 51-70
Μπαλιμπάρ Ε. & Ι. Βαλλερστάιν (1991), Φυλή, Έθνος, Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, μτφρ. Ά. Ελεφάντης & Ε. Καλαφάτη, Αθήνα, Ο πολίτης.
Μπαλιμπάρ Ε. (2011), “Uprising in the banlieues (Εξέγερση στα προάστια)”, στο Λ. Βεντούρα (επιμ.), Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα. Διαδικασίες αφομοίωσης, ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού, Αθήνα, Νήσος, 325-376..
Μυλωνάς, Κ. (2009), Πρόσβαση και παροχή υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας σε μετανάστες και μετανάστριες στην Ελλάδα. <https://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/1439>
Ρετινιώτη, Α. και Μάντζιου, Ι. (2010), «Η πρόσβαση των φτωχών και κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων που ζουν στο κέντρο της Αθήνας, στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και της εργασίας». <htpp://www.mdmgreece.gr/attachments/116_Research-No1.pdf>
UNICEF (2012) «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα» στοhttps://www.unicef.gr/pdfs/Children_in_Greece_2012.pdf

Ευχαριστίες
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία σημαντικού αριθμού εθελοντών από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 2012 τους οποίους ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε επίσης τους εκπαιδευτικούς και τις  ΜΚΟ που συμμετείχαν στις τρεις ομάδες εστιασμένης συζήτησης. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε την Έλενα Ρουβά που έφερε σε πέρας εθελοντικά όλη τη δουλειά της αποδελτίωσης και τα σχεδιαγράμματα της έρευνας. Οι συνεντεύξεις με κατοίκους και χρήστες της περιοχής πραγματοποιήθηκαν από τις ακόλουθες ομάδες εθελοντών:

ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Νάνσυ Δεσποτοπούλου
Νατάσα Δίπλα
Μυρσίνη Ζορμπά
Τσαμάν Κιαμί
Βασιλική Κανελλιά
Ιωάννα Κατσαρού
Χριστίνα Οικονομοπούλου
Χαρά Παρασκευοπούλου
Δήμητρα Τραυλού
Αλασάν Σανκαρ
Χριστίνα Σκούρτη

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ
Δάφνη Αθανασίου
Παρασκευάς Βάκαλος
Πολυξένη Βισβίκη
Ευαγγελία Γαβριήλ
Πέτρος Γκόσνιας
Σταυρούλα Γύφτου
Μαρία Δημοπούλου
Αναστασία Δίπλα
Ελένη Βογιατζή
Δημήτριος Ιακωβίδης
Δημήτρης Κονταξής
Πολυτίμη Κότση
Γιάννης Κουβάτσος
Δημήτριος Κρητικός
Πόπη Κύρδη
Ελένη Μακρή
Μαρία Μάλλιαρη
Κατερίνα Μαρτίνου
Αφροδίτη Μιλιχούδη
Σοφία Μόραλη
Ξανθή Μπακογιάννη
Μπάμπης Μπαλτάς
Μαρία – Χριστίνα Νεζερίτη
Χριστίνα Ντιντίκου
Ελένη Πίνη
Αχιλλέας Ρουσιάκης
Κατερίνα Σερμπετάλη
Αρετή Σταμούλη
Βούλα Φαλτάκα
Φώτης Ψυχάρης

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΘΗΝΑΣ
Ράνια  Μελιανού
Ελισάβετ Σπαθούλα

ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Βασιλική Φάνη
Παναγιώτα Φάνη

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ – ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Φωτεινή Ανδρούση
Δέσποινα Θηραίου
Αναστασία Μητροπούλου
Αποστολία Μουζλίνη
Τάσος Μπισμπίδης
Χριστίνα Παπαγεωργίου
Ουρανία Παπαδάκη
Φωτεινή Σανιδά

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ – ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
Αρετή Καραβέλα
Μαρία Αμπελιώτη
Χριστίνα Γαλατσίδα
Νίκη Γκέκα
Χριστόφορος Ζαφείρης
Κατερίνα Καλογεράκη
Ευαγγελία Λάζαρη
Γεωργία Λαζάρου
Μερόπη Λαϊνη
Μαρία Μάζη
Ελένη – Νικολία Παρασκευοπούλου
Ζωή Ρίζου
Ιωάννα Φανακίδου
Βαγγέλης Χονδρογιάννης
Ιωάννης Χρόνης


[1] Είναι χαρακτηριστική η νοηματική και πρακτική συμπόρευση της χωρικής και της υγειονομικής ασφάλειας, όπως εκδηλώθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012 με προεξάρχουσες τις δηλώσεις και δράσεις των τότε Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Υγείας, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και Ανδρέα Λοβέρδου σχετικά με τη δημιουργία τριάντα κέντρων κράτησης μεταναστών ανά την επικράτεια και την υποχρεωτική για όλους τους μετανάστες ανεξαρτήτως επαγγέλματος έκδοση πιστοποιητικού υγείας αντίστοιχα. Δραματική κορύφωση αυτής της συμπόρευσης ήταν η κοινή συνέντευξη τύπου των δύο στις 31/03/2012 (βλ. https://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=63638394)
[2]
Τα free press έντυπα αποτελούν σύνηθες συστατικό των διαδικασιών εξευγενισμού και μάλιστα από τα πρώτα στάδιά τους: βλ. μεταξύ άλλων Knox & Pinch (2009).
[3]
Παραπομπή στη γνωστή φράση του ήρωα του θεατρικού έργου του Άντον Τσέχωφ “Ο γάμος”, “Υπάρχουν λιοντάρια στην Ελλάδα”, που ενέπνευσε τον ομώνυμο τίτλο του ντοκυμαντέρ της Ιρίνα Μπόικο (2003).
[4]
Βλ. ιδιαιτέρως συνεντεύξεις 36-37.
[5]
Βλ. ιδιαιτέρως συνέντευξη 27.
[6]
Πρβλ. Βαΐου, Ντίνα κ.ά. (2007), Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας, Αθήνα: L-Press αλλά και άλλες έρευνες που αναδεικνύουν την κεντρικότητα και τη σημασία ύπαρξης πυκνού συγκοινωνιακού δικτύου ως βασικό κριτήριο επιλογής κατοικίας.
[7]
Π.χ. συνέντευξη 31.
[8]
Φράσεις συνεντευξιαζόμενων.
[9]
Συνέντευξη 34.
[10]
Συνέντευξη 38.
[11]
Συνέντευξη 46.
[12]
Συνέντευξη 31.
[13]
Ibid. Σε πολλές περιπτώσεις όλα τα παραπάνω ταυτίζονται, η βρώμα, τα ναρκωτικά και οι άστεγοι οφείλονται στους λαθρομετανάστες.
[14]
Συνέντευξη 45.
[15]
Συνέντευξη 31.
[16]
Εθελόντρια συνεντεύκτρια κατά τη διάρκεια τακτικής συνάντησης εργασίας της ερευνητικής ομάδας.
[17]
Π.χ. συνέντευξη 38.
[18]
Συνέντευξη με εκπρόσωπο του Δήμου Αθηναίων, 5/7/2012.
[19]
Συνέντευξη 53
[20]
Συνέντευξη 28
[21]
Ομάδα Εστιασμένης Συζήτησης, 24/07/2012. Στον παιδικό σταθμό του ΚΑΣΑΠΙ φοιτούν παιδιά από διαφορετικές εθνότητες, ακόμα και παιδιά Ελλήνων. Σε αυτόν του DOEL, παιδιά κυρίως από το Μπαγκλαντές.
[22]
Συνέντευξη 52.
[23]
Όπως φαίνεται στο παράρτημα, ο βαθμός ικανοποίησης των ερωτηθέντων από το σχολείο πλησιάζει το 80%.
[24]
Συνεντεύξεις με δασκάλους 3, 21/ 6/2012 και 22/6/2012 και Ομάδα Εστιασμένης Συζήτησης 24/ 7/2012.
[25]
Συνέντευξη 4.
[26]
Ομάδα Εστιασμένης Συζήτησης 24/07/2012
[27]
Συνέντευξη 39.
[28]
Συνέντευξη 11.
[29]
Συνεντεύξεις 26, 39.
[30]
Συνέντευξη 19.
[31]
Συνέντευξη 25.
[32]
Συνέντευξη 17.
[33]
Συνέντευξη με δασκάλα 21/ 6/2012.
[34]
Συνέντευξη 39.
[35]
Συνέντευξη 41.
[36]
Συνέντευξη 9.
[37]
Συνέντευξη 4.
[38]
Συνέντευξη 24.
[39]
Ομάδα Εστιασμένης Συζήτησης 11/7/2012
[40]
Συνέντευξη 1/6/2012.
[41]
Συνέντευξη 1/7/2012.
[42]
Συνέντευξη 10/7/2012.
[43]
Βλ. Vaiou κ.α. (2009).
[44]
Συνεντεύξεις 55, 59, 60,64,72
[45]
Ομάδα εστιασμένης συζήτησης με τη συμμετοχή εκπροσώπων των οργανισμών ΚΕΘΕΑ MOSAIC, ΑΡΣΙΣ, PRAKSIS, 11/07/2012.
[46]
Συνέντευξη 45.
[47]
Συνεντεύξεις  6, 14, 21, 24, 27, 72, 79.
[48]
Συνεντεύξεις 61, 65, 74, 75.
[49]
Συνέντευξη 4.
[50]
Συνέντευξη 16.
[51]
Συνέντευξη 28.
[52]
Συνέντευξη 56.
[53]
Συνεντεύξεις 2, 21, 23, 38, 56, 61, 65, 79.
[54]
Συνεντεύξεις 65, 68, και 77.
[55]
Συνεντεύξεις 40, 41, 42, 75.
[56]
Συνέντευξη 22.
[57]
Συνέντευξη 17.
[58]
Εκπρόσωπος Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Ομάδα Εστιασμένης Συζήτησης 11/07/2012.
[59]
Συνέντευξη 43.
[60]
Συνεντεύξεις 40, 41, 42.