Γάμος ομόφυλων ζευγαριών και δικαιώματα του παιδιού: Η θέση του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού

Σχετικά με το ζήτημα του πολιτικού γάμου και της τεκνοθεσίας παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια που έχει προκύψει με αφορμή το σχέδιο νόμου με τίτλο : «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις», που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Δίκτυο) επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί αναλυτικά.

Σε κάθε περίπτωση όμως, και επί της αρχής, το Δίκτυο, με γνώμονα πρωτίστως την προάσπιση των δικαιωμάτων και του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών, αλλά και τις αρχές της ισότητας (που πηγάζει από το ελληνικό Σύνταγμα), της μη διάκρισης, της ίσης μεταχείρισης και της ίσης ελευθερίας, τάσσεται υπέρ της θεσμοθέτησης του γάμου ομόφυλων ζευγαριών, καθώς και της απόκτησης τέκνων από αυτά μέσω τεκνοθεσίας ή/και παρένθετης μητρότητας.

Η δυνατότητα τέλεσης πολιτικού γάμου μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών στην πράξη θα άρει τη διάκριση που υπάρχει τη στιγμή αυτή λόγω φύλου και θα παρέχει ίδια πρόσβαση, ίση μεταχείριση και ελευθερία σε όλους τους Έλληνες πολίτες στο γάμο. Με τον τρόπο αυτό δηλαδή θα δοθεί η δυνατότητα στο ομόφυλο ζεύγος σε από κοινού τεκνοθεσία ενός παιδιού ή τεκνοθεσία από τον ένα σύζυγο του παιδιού που ήδη έχει ο σύζυγός του ή η σύζυγός της.

Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα άρθρα 7 και 8 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού προβλέπεται το δικαίωμα του παιδιού στην ιθαγένεια και την ταυτότητά του, το δικαίωμα να γνωρίζει τους γονείς του και να ανατρέφεται από αυτούς. Ένα παιδί που έχει τεκνοθετηθεί ή αποκτηθεί μέσω παρένθετης μητρότητας, δεν απολαμβάνει τα δικαιώματα του αυτά στην Ελλάδα, καθώς δεν αναγνωρίζεται ο γάμος των γονέων του. Με τη νομοθέτηση του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, η Ελληνική Πολιτεία θα σταματήσει να στερεί νομικά από ένα παιδί που ζει μέσα σε μια οικογένεια με δύο μητέρες ή δύο πατέρες τον ένα του γονέα.

Τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όσο και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αλλά και το Ελληνικό Σύνταγμα επιβάλλουν την νομική προστασία της οικογένειας, η οποία αποτελεί ένα εμπειρικό γεγονός και εξαρτάται πρωτίστως από την αγάπη, την κοινωνικό-συναισθηματική σύνδεση των μελών που την αποτελούν, καθώς και την παροχή φροντίδας και ασφαλούς περιβάλλοντος και όχι απαραίτητα από βιολογικούς ή γενετικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα παιδιά που έχουν τεκνοθετηθεί και τα οποία συνδέονται με τους θετούς γονείς και έχουν αποκοπεί νομικά από τους βιολογικούς γονείς. Τη βιωμένη αυτή εμπειρία των παιδιών πρέπει να προστατεύει ο νόμος στο πλαίσιο του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία του βέλτιστου συμφέροντός και της οικογενειακής τους ζωής με την απόλαυση της φροντίδας από τους δύο πραγματικούς τους γονείς, χωρίς τον οποιοδήποτε νομικό αποκλεισμό.

Όσον αφορά ειδικότερα την τεκνοθεσία, στο προοίμιο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού αναφέρεται: «το παιδί για την πληρέστερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του, πρέπει να μεγαλώνει μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, σ’ ένα κλίμα ευτυχίας, αγάπης και κατανόησης». Στο πλαίσιο αυτό το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού είναι η ανατροφή και η ανάπτυξη της προσωπικότητας του σε μια οικογένεια που θα του παρέχει αγάπη, φροντίδα και προστασία, δηλαδή σημασία έχει η ουσία της σχέσης και των δεσμών που θα αναπτυχθούν μέσα στην οικογένεια και όχι ο τύπος και η μορφή της οικογένειας.

Άλλωστε, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη αποϊδρυματοποίησης και αποκοπής χιλιάδων παιδιών από τον παρωχημένο θεσμό των ιδρυμάτων, η τοποθέτησή τους σε οικογένειες που θα τους παράσχουν την απαιτούμενη αγάπη και φροντίδα καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική.

Οι οικογένειες αυτές προφανώς χρειάζεται να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και κριτήρια που θα διασφαλίζουν το συμφέρον και την ευημερία του παιδιού και την υγιή του ανάπτυξη σε ένα κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον, μπορούν όμως να αποτελούνται από ετερόφυλα ή και ομόφυλα ζευγάρια καθώς τα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν πως τα παιδιά που διαβιούν με ομόφυλα ζευγάρια, διαβιούν το ίδιο καλά όπως και τα παιδιά με ετερόφυλα ζευγάρια, καταρρίπτοντας τις όποιες αντίθετες θεωρίες που επιχειρούν να δαιμονοποιήσουν και να στιγματίσουν τα ομόφυλα ζευγάρια.

Τέλος, αναφορικά με το θεσμό της παρένθετης μητρότητας είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τους νόμους Ν. 3089/2002 και Ν. 3305/2005, δικαίωμα χρήσης της παρένθετης μητρότητας έχουν μόνο τα ετερόφυλα ζεύγη και οι μόνες, άγαμες γυναίκες που εμφανίζουν σχετική αδυναμία κυοφορίας. Ωστόσο, για λόγους ισότητας των δύο φύλων, βάσει και του άρθρου 4 § 2 του Συντάγματος, θεωρούμε ότι το δικαίωμα θα πρέπει να παρέχεται και σε μονούς άντρες, καθώς και σε ομόφυλα ζευγάρια επομένως να καταστεί δικαίωμα όλων των πολιτών (φυσικά όμως κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις και κριτήρια που αναφέρονται παραπάνω σχετικά με την τεκνοθεσία).

Προκειμένου όμως ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας να λειτουργήσει ορθά και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εκμετάλλευση ή προσπόριση παράνομου οφέλους είναι απαραίτητη προϋπόθεση να δίνεται προτεραιότητα στην ελευθερία και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματος της κάθε γυναίκας, ενώ η κάθε απόφασή της υποψήφιας κυοφόρου να κυοφορήσει, θα πρέπει να είναι ελεύθερη, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε άσκηση πίεσης ή εκμετάλλευση ευάλωτης θέσης.

Ενόψει των ανωτέρω, προτείνεται να προστεθεί στον νόμο διάταξη που να προβλέπει τη δυνατότητα πρόσβασης στο θεσμό της παρένθετης μητρότητας σε όλους τους πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση με βάση το φύλο και την αδυναμία κυοφορίας.

Κλείνοντας, συμπληρωματικά στα παραπάνω, είναι πολύ σημαντικό να ενταχθεί στο πλαίσιο του σχολείου, εκπαιδευτικό υλικό που να εξηγεί τα δικαιώματα και μορφές της οικογένειας με φιλικό προς το παιδί τρόπο, όπως για παράδειγμα το βιβλίο του Δικτύου με τίτλο : Έχω δικαίωμα; Έχω δικαίωμα! (https://mikriselini.gr/product/ex-dikaioma-vivlio-gia-ta-dikaiomata-tou-paidioufi/) μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς (σελ.10-11).