Το φαινόμενο της ασύμμετρης βίας και του σχολικού εκφοβισμού (bullying) δεν απασχολεί μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις περισσότερες σχολικές κοινότητες άλλων χωρών. Για το λόγο αυτό η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να το αντιμετωπίσει με σοβαρό, οργανωμένο και ολιστικό τρόπο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στερεί το δικαίωμα φοίτησης του παιδιού στο σχολείο. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα δεν είχε υπάρξει μια συστηματική καταγραφή του φαινομένου του bullying για να αποτυπώνεται και η πραγματική εικόνα του. Μάλιστα η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, κατά τον περιοδικό έλεγχο που πραγματοποιεί σχετικά με την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Σύμβαση) από την Ελλάδα, έχει επισημάνει επανειλημμένα την έλλειψη τήρησης στατιστικών στοιχείων και για τις περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού.
Με δεδομένα τα παραπάνω κάθε ανάληψη πρωτοβουλιών από το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού είναι ευπρόσδεκτη. Παρόλα αυτά, η σειρά των μέτρων που παρουσιάστηκαν, σε μεγάλο βαθμό κινούνται σε στρεβλή κατεύθυνση. Ίσως η πίεση και η ευρεία δημοσιοποίηση των συχνών περιστατικών βίας, και μάλιστα αυξημένης έντασης, εντός της σχολικής κοινότητας, οδηγεί σε βεβιασμένες κινήσεις, οι οποίες όμως μπορεί να έχουν εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που θεωρητικά επιδιώκονται. Παρά τις καλές προθέσεις του Υπουργείου και την αναγκαιότητα κάποιων από τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν δίνεται η αίσθηση από το ύφος των μέτρων, ότι υπαίτιοι του φαινομένου του bullying είναι αποκλειστικά τα παιδιά, τα οποία κρίνεται ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν μόνο κατασταλτικά. Τα εξαγγελθέντα μέτρα αντί να εστιάζουν στην πρόληψη, περιορίζονται σε αναχρονιστικές και τιμωρητικές τακτικές, οι οποίες δεν καταπολεμούν τα αίτια του φαινομένου, πιθανά δε, όπως η διεθνής θεωρία και πράξη αποδεικνύουν, τα ενισχύουν.
Αρχικά, καθώς το ζήτημα του bullying αφορά κατεξοχήν τα ίδια τα παιδιά, στην αναζήτηση μέτρων για την αντιμετώπιση του φαινομένου, είναι αναγκαία και η δική τους συνδρομή και γνώμη. Το άρθρο 12 της Σύμβασης ορίζει το δικαίωμα του παιδιού να εκφράζεται για τα θέματα που το αφορούν και ότι η γνώμη των παιδιών πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν. Παράλληλα, η συμβολή του Συνηγόρου του Παιδιού και των οργανώσεων παιδικής προστασίας, καθώς και ειδικών σε θέματα παιδαγωγικών μεθόδων και ψυχοπαιδαγωγικών προσεγγίσεων έπρεπε να προτάσσεται κατά τη λήψη μέτρων και αποφάσεων από το Υπουργείο Παιδείας. Ταυτόχρονα, καθώς το bullying, όπως και γενικά τα ζητήματα ψυχικής υγείας, η διαχείριση του θυμού, οι πρωτοβουλίες κοινωνικής προσφοράς κ.ο.κ. είναι διατομεακά, χρήζουν ενεργής εμπλοκής και συντονισμού και άλλων φορέων και αρμόδιων Υπουργείων.
Θα ήταν καλύτερο ως κράτος να επενδύσουμε στην πρόληψη και στην αναζήτηση των παραγόντων που οδηγούν ένα παιδί να γίνει θύτης βίας και εκφοβισμού και παράλληλα να ενδυναμώσουμε και επιμορφώσουμε τους εκπαιδευτικούς για να δημιουργήσουν ένα δημοκρατικό σχολείο με τη συμμετοχή των παιδιών. Θα έπρεπε να εξασφαλίσουμε ένα σχολικό περιβάλλον στο οποίο να καλλιεργείται η ενσυναίσθηση, η συμπερίληψη και η αλληλεγγύη, όπου θα υπάρχει μέριμνα για, όχι αποσπασματική, αλλά μόνιμη παρουσία εξειδικευμένου ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού σε κάθε σχολείο καθημερινά και καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του, για τακτικές προληπτικές δράσεις (ομάδες γονέων, συζητήσεις με τα παιδιά, δράσεις διαμεσολάβησης, εκπαίδευση στον εντοπισμό συμπεριφορικών και εξωτερικών συμπτωμάτων των περιστατικών bullying κλπ).
Ανάμεσα στις εξαγγελίες περιλαμβάνεται, ορθώς, η θέσπιση Κανονισμού Λειτουργίας των σχολείων, ο οποίος θα συγκεντρώσει αναλυτικά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μαθητών/τριών και των γονέων ή αυτών που έχουν την ευθύνη τους. Σύμφωνα με τις αρχές του δημοκρατικού σχολείου, ο Κανονισμός συναποφασίζεται από τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, δηλαδή τα παιδιά, τους εκπαιδευτικούς και εν μέρει τους γονείς, οι οποίοι από κοινού συμφωνούν και καθορίζουν τους κανόνες λειτουργίας του σχολείου και δεσμεύονται από αυτούς. Αντίθετα, το Υπουργείο προβλέπει την υποχρέωση των γονέων να υπογράφουν τον Κανονισμό με κύρωση τη μη εγγραφή του παιδιού στο σχολείο σε περίπτωση μη υπογραφής. Το μέτρο αυτό αποτελεί ουσιαστικά καταστρατήγηση και στέρηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση, που κατοχυρώνεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και στα άρθρα 28 και 29 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία στη χώρα μας έχει κυρωθεί με νόμο (Ν. 2101/1992) αυξημένης τυπικής ισχύος.
Αντίστοιχα, το μέτρο της επαναφοράς αυστηρών ποινών, όπως η πενθήμερη αποβολή και η διευκόλυνση αλλαγής σχολικού τμήματος ή σχολικού περιβάλλοντος, έχει έναν ακραίο αναχρονιστικό και αντιπαιδαγωγικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν λειτουργεί υπέρ του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, όπως επιτάσσει η Σύμβαση. Επιπλέον όπως έχει δείξει και η πράξη, δεν είναι αποτελεσματικό, αντιθέτως επιφέρει αρνητικές συνέπειες, όπως η αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς του τιμωρούμενου, η εγκατάλειψη του σχολείου κ.α.
Το πιο σημαντικό είναι, η εκπαίδευση των ίδιων των παιδιών, των γονέων τους, αλλά και των εκπαιδευτικών στον εντοπισμό των πρώτων συμπεριφορικών ή /και σωματικών σημαδιών ενός παιδιού, που πράττει ή υφίσταται βία κάθε είδους και η κατανόηση των διαδικασιών και διαχείρισης που θα πρέπει να ακολουθηθούν. Η αποβολή ενός παιδιού από το σχολικό περιβάλλον είναι πιο πιθανό να το ωθήσει σε νέες επικίνδυνες, για τον εαυτό του και τους άλλους συμπεριφορές. Θα μπορούσε, αντί της αποβολής, αρχικά το παιδί αλλά και η οικογένειά του να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα διαχείρισης θυμού και στη συνέχεια να ζητηθεί από το παιδί να παρέχει υπηρεσίες προσφοράς, υποστήριξης και αλληλεγγύης μέσα στο σχολείο. Παράλληλα, μεγαλύτερη έμφαση και προσοχή θα έπρεπε να δοθεί στην ύπαρξη σχεδίου και μέριμνας για την υποστήριξη του παιδιού σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο από τους ειδικούς ψυχικής υγείας του σχολείου του.
Προσοχή θα πρέπει να δοθεί επίσης στον τρόπο λειτουργίας της πλατφόρμας καταγγελιών bullying που εξαγγέλθηκε. Προφανώς, η καταγραφή και τήρηση των δεδομένων και της πορείας των περιστατικών bullying είναι καίριας σημασίας για την αποτύπωση της πραγματικής εικόνας του φαινομένου και την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Όμως χρειάζεται να αναφερθεί ότι παρατηρητήριο για τη σχολική βία υφίσταται ήδη από το 2012, ωστόσο στην πράξη δεν λειτουργεί. Σε κάθε περίπτωση, η πλατφόρμα δεν θα πρέπει να έχει ως στόχο την ποινικοποίηση και την τιμωρία του φερόμενου θύτη και θα πρέπει να υπάρχουν εγγυήσεις για την προστασία του. Μια πλατφόρμα καταγγελιών είναι πολύ πιθανό να περιλαμβάνει και καταχρηστικές και εκδικητικές καταγγελίες, οι οποίες θα πρέπει να εξετάζονται με τη δέουσα προσοχή και να λαμβάνεται υπόψιν ότι κάθε καταγγελλόμενος/η είναι παιδί.
Κλείνοντας, χρειάζεται να δοθεί έμφαση στο περιβάλλον του παιδιού και να διερευνηθούν οι παράγοντες που οδηγούν ένα παιδί να κάνει bullying σε άλλα παιδιά. Κανένα παιδί δεν γεννιέται βίαιο. Η βίαιη συμπεριφορά είναι επίκτητη. Το γεγονός ότι τα παιδιά θύτες κατά κανόνα βιώνουν τα ίδια βία, ενδοοικογενειακή ή εξωοικογενειακή, οποιασδήποτε μορφής, ή έχουν απουσία του οικογενειακού περιβάλλοντός τους και δέχονται αυξημένη πίεση ή πολλαπλούς περιορισμούς, στοιχεία που τα οδηγούν να προβούν σε σχολικό εκφοβισμό, θα έπρεπε να είναι το πρώτο ζητούμενο και όχι να αγνοείται όταν εξαγγέλλονται μέτρα εναντίον του bullying.
*Του Πελοπίδα Νικολόπουλου, Υπεύθυνου Συνηγορίας του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού