Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από την υιοθέτηση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η Διεθνής Σύμβαση του 1989, τρία χρόνια αργότερα (το 1992) επικυρώθηκε και από την Ελλάδα, ενσωματώθηκε στο εσωτερικό της δίκαιο και έκτοτε αποτελεί Νόμο του κράτους με άμεση ισχύ και εφαρμογή (Ν2101/92).
Σύμφωνα με όσα ορίζει η Σύμβαση (τα οποία αυτούσια μεταφέρθηκαν στον Ν2101/92), η Ελλάδα, μεταξύ άλλων, οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στη Σύμβαση και να τα εγγυάται σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία της χώρας, χωρίς καμία διάκριση (άρθρο 2), οφείλει να εξασφαλίζει στο παιδί την αναγκαία για την ευημερία του προστασία και φροντίδα (άρθρο 3), αναγνωρίζει ότι κάθε παιδί έχει εγγενές δικαίωμα στη ζωή και εξασφαλίζει την επιβίωση και την ανάπτυξή του (άρθρο 6), οφείλει να παρέχει ειδική προστασία και βοήθεια για κάθε παιδί που στερείται προσωρινά ή οριστικά το οικογενειακό του περιβάλλον (άρθρο 20), να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου κάθε παιδί-πρόσφυγας να χαίρει της κατάλληλης προστασίας και υποστήριξης, που θα του επιτρέψουν να απολαμβάνει τα δικαιώματά του ως παιδί (άρθρο 22), να διασφαλίζει ότι κανένα παιδί δεν θα στερείται το δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες ιατρικής θεραπείας και αποκατάστασής αναπήρων αναγνωρίζοντας το δικαίωμα κάθε παιδιού να απολαμβάνει το καλύτερο δυνατόν επίπεδο υγείας (άρθρο 24), αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε παιδιού για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του (άρθρο 27), αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε παιδιού στην εκπαίδευση και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να επιτευχθεί η άσκηση του δικαιώματος αυτού (άρθρο 28), αναλαμβάνει την υποχρέωση να προστατεύσει κάθε παιδί από κάθε μορφή εκμετάλλευσης (άρθρο 36) συμπεριλαμβανομένης οικονομικής (άρθρο 32), σεξουαλικής και σεξουαλικής βίας (άρθρο 34), χρήσης ναρκωτικών (άρθρο 33), οφείλει να επαγρυπνεί ώστε κανένα παιδί να μην στερείται την ελευθερία του κατά τρόπο παράνομο ή αυθαίρετο (άρθρο 37) και να παίρνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνει τη σωματική και ψυχολογική ανάρρωση και την κοινωνική επανένταξη κάθε παιδιού θύματος οποιασδήποτε μορφής παραμέλησης, εκμετάλλευσης ή κακοποίησης (άρθρο 39).
Στην πράξη όμως, τα παραπάνω δεν ισχύουν για όλα τα παιδιά.
Όπως για τον πεντάχρονο που έπαιζε μέσα σε ένα χαρτόκουτο έξω από τη Μόρια και τον συνέθλιψε ένα φορτηγό.
Όπως για τον δεκαεξάχρονο, που κρύφτηκε σε μια νταλίκα, με την ελπίδα να φτάσει στην Ιταλία και τελικά πέθανε από ασφυξία μέσα στο φορτίο της.
Όπως για τα πέντε παιδιά που, μαζί με δύο γυναίκες («μετανάστες» τους χαρακτήρισαν τα περισσότερα ΜΜΕ) πνίγηκαν έξω από τις Οινούσσες όταν η βάρκα που τους μετέφερε για να ξεφύγουν από το καθεστώς Ερντογάν, αναποδογύρισε, αλλά και για πολλά άλλα παιδιά, για τα οποία ποτέ δεν θα μάθουμε τίποτα, που όμως χάνουν καθημερινά τη ζωή τους προσπαθώντας να γλιτώσουν από συρράξεις στη χώρα τους και να φτάσουν στην Ελλάδα, την πύλη της ασφαλούς Ευρώπης.
Όπως για τα αμέτρητα παιδιά, που ναι μεν κατάφεραν να φτάσουν σώα στην Ελλάδα, αλλά μετά την ανασφάλεια στη χώρα τους, το τραύμα του ξεριζωμού, τους κινδύνους του παράτυπου ταξιδιού τους, βιώνουν την αθλιότητα της Μόριας και άλλων κέντρων «υποδοχής» προσφύγων, που -εκτός από υπερπλήρη- αποτελούν και τελείως ακατάλληλους χώρους για να διαμένει ένα παιδί.
Όπως για τα παιδιά, που ενώ υπομένουν την αθλιότητα των κέντρων υποδοχής και παρόλα αυτά με δική τους κυρίως υπερπροσπάθεια κάνουν βήματα ένταξης, μένουν από την αρχή της σχολικής χρονιάς και ως τώρα εκτός σχολείου: γιατί δεν έχει ληφθεί μέριμνα για να επαναλειτουργήσουν τα πούλμαν που τα μετέφεραν στα σχολεία την προηγούμενη σχολική χρονιά, γιατί για τα παιδιά που πρώτη φορά θα πρέπει να φοιτήσουν σε ελληνικό σχολείο, οι απογευματινές τάξεις – Δομές Υποδοχής και Εκπαίδευσης Προσφύγων (ΔΥΕΠ) δεν έχουν ξεκινήσει τη λειτουργία τους, γιατί δεν παρέχεται ατομική κάρτα μαθητή, ώστε σε κάθε μετακίνηση των οικογενειών τους να φοιτούν χωρίς άλλες διαδικασίες στο πλησιέστερο σχολείο, στα παιδιά που απομακρύνθηκαν με τις οικογένειές τους ξαφνικά από καταλήψεις όπου κατοικούσαν στην Αθήνα και με αυτό τον τρόπο διεκόπη βίαια η φοίτησή τους από σχολεία στα οποία ήδη είχαν ενταχθεί και αισθάνονταν ασφαλή και αποδεκτά.
Όπως για τα αμέτρητα παιδιά που χωρίς κανένα προστατευτικό πλαίσιο, παραμένουν άστεγα ή διαμένουν σε επισφαλείς και ακατάλληλες συνθήκες (όπως καταλήψεις, παραπήγματα, εγκαταλελειμμένα σπίτια, διαμερίσματα μαζί με πολλούς άλλους μη συγγενείς ενήλικες) έρμαια κάθε μορφής εκμετάλλευσης.
Όπως για τα παιδιά που, χωρίς να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, μένουν κλεισμένα σε κελιά αστυνομικών κέντρων και τμημάτων ή περιορίζονται χωρίς να είναι ασθενή σε δωμάτια παιδικών νοσοκομείων, στο πλαίσιο της «προστατευτικής κράτησης» (sic) λόγω έλλειψης επαρκών δομών στέγασης για ανήλικους.
Όπως για τα παιδιά που δεν δικαιούνται ΑΜΚΑ (και άρα πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας) γιατί δεν είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας ή γιατί -ενώ τα ίδια γεννήθηκαν στην Ελλάδα- οι γονείς τους διαμένουν παράτυπα.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά και καθημερινά προστίθενται κι άλλα. Στην προβληματική από τα προηγούμενα χρόνια κατάσταση, με ανησυχία διαπιστώνεται ότι όχι μόνο δεν λαμβάνονται μέτρα βελτίωσης αλλά αντιθέτως υιοθετούνται από το Ελληνικό κράτος σχέδια και παίρνονται αποφάσεις που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο θίγουν ακόμη περισσότερο τα δικαιώματα των παιδιών και συνοδεύονται από απαράδεκτη ρητορική αρμοδίων ή αναρμοδίων, που διαχωρίζει τα «δικά μας» παιδιά από τα «άλλα» και υποβιβάζει ή και δαιμονοποιεί τα τελευταία.
Στη θλιβερή αυτή κατάσταση, το Ελληνικό Κράτος οφείλει να αποδείξει ότι είναι ένα κράτος δικαίου, συνεπές με τους νόμους και τις συμβάσεις που το ίδιο έχει ψηφίσει και επικυρώσει. Γι’ αυτό υποχρεούται να προστατεύει κάθε παιδί που διαβιεί στη χώρα, από όπου κι αν προέρχεται.
Ας δώσουμε στην επέτειο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού το νόημα που της αξίζει, απλά εφαρμόζοντας την στην πράξη.
Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού.