17/12/2024
Του Πελοπίδα Νικολόπουλου,
Υπεύθυνου συνηγορίας του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Η υπόθεση κακοποίησης των παιδιών του αστυνομικού της Βουλής έφερε στην επιφάνεια για ακόμα μια φορά τις ελλείψεις, τις παθογένειες και τα κενά που υπάρχουν στην παιδική προστασία στην Ελλάδα. Γεγονός που περιγράφεται στις πιο πρόσφατες καταληκτικές παρατηρήσεις της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού («Επιτροπή»), που δημοσιεύθηκαν στις 28 Ιουνίου 2022, στο πλαίσιο της περιοδικής εξέτασης για την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, «η Επιτροπή προτρέπει την Ελλάδα να συγκεντρώσει τις κατακερματισμένες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σε ένα ολιστικό νομικό πλαίσιο και να τις αναθεωρήσει όπου χρειάζεται προκειμένου να εισαγάγει ένα ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας των παιδιών».
Πρωτίστως, το ζήτημα που εντοπίζεται είναι τα τεράστια κενά που υπάρχουν στην πρόληψη και τον έγκαιρο εντοπισμό περιστατικών κακοποίησης ή παρενόχλησης. Παράλληλα, λόγω της μεγάλης υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων και των Περιφερειών και της μη ύπαρξης κοινωνικών υπηρεσιών εντός των Εισαγγελιών, δεν λαμβάνει χώρα καμία πλαισίωση των παιδιών και οικογενειών όπου εντοπίζονται κακοποιητικές συμπεριφορές, προκειμένου να γίνει διερεύνηση των αναγκών τους και να λάβουν την κατάλληλη υποστήριξη στο επίπεδο της κοινότητας με κοινοτικές παρεμβάσεις. Σημαντικό να επισημανθεί ότι η παρουσία κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων στα σχολεία καθίσταται στην πράξη ανεπαρκής, καθώς ένας ψυχολόγος ή κοινωνικός λειτουργός έχει στην αρμοδιότητα του πέντε διαφορετικά σχολεία και συνεπώς αδυνατεί να λειτουργήσει σε επίπεδο πρόληψης και ενημέρωσης, με ομάδες γονέων και παιδιών ή να παρέμβει υποστηρίζοντας τα παιδιά και τις οικογένειες στις οποίες εντοπίζονται κακοποιητικές συμπεριφορές.
Στις περιπτώσεις που επιλέγεται η απομάκρυνση των παιδιών από την αρμόδια Εισαγγελία με παράλληλη αφαίρεση της επιμέλειας από τον/τους κακοποιητές γονείς, δυστυχώς λόγω της έλλειψης ενός συνολικού, ενιαίου και ολιστικού συστήματος παιδικής προστασίας και άρα την τοποθέτησή τους σε ανάδοχη οικογένεια (που είναι διεθνώς η βέλτιστη πρακτική), τα παιδιά ως πρώτο βήμα οδηγούνται στο εφημερεύον νοσοκομείο “Παίδων”. Στο νοσοκομείο δεν μεταφέρονται μόνο για τη διενέργεια κάποιων εξετάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά μπορεί να παραμείνουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μέχρι να αποφασιστεί από την Εισαγγελία η διαμονή τους σε κάποιο ίδρυμα ή δομή φιλοξενίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα νοσοκομεία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλοι χώροι για τη φιλοξενία παιδιών, καθώς εγκυμονούν τον κίνδυνο τα παιδιά να εκτεθούν σε παθολογικές ασθένειες που δεν είχαν, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν ζητήματα στη λειτουργία των νοσοκομείων, τα οποία καλούνται να φιλοξενήσουν υγιή παιδιά που δεν θα είχαν θέση σε ένα νοσοκομείο. Επίσης, τα ίδια τα παιδιά στερούνται τη φυσιολογική τους ανάπτυξη, αφού παραμένουν στο χώρο του νοσοκομείου, χωρίς να αλληλοεπιδρούν με συνομήλικους τους, να κοινωνικοποιούνται και να παρακολουθούν το σχολείο όπως αρμόζει σε ένα παιδί της ηλικίας τους.
Ακολούθως, οι Εισαγγελίες, λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικές εκθέσεις των κοινωνικών υπηρεσιών των νοσοκομείων Παίδων, ή άλλων αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, προτείνουν την τοποθέτηση των παιδιών σε κάποιο ίδρυμα ή δομή φιλοξενίας. Αντίστοιχα, σύμφωνα και με την ελληνική νομοθεσία, η Εισαγγελία διερευνά το στενό οικογενειακό περιβάλλον προκειμένου να εξεταστεί αν μπορεί να τοποθετηθεί το παιδί ή τα παιδιά με τη μορφή της αναδοχής σε κάποια συγγενική οικογένεια του, η οποία συγγενική αναδοχή αναφέρεται ότι πρέπει να προτιμάται. Αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η συγγενική αναδοχή δεν επιλέγεται, καθώς το συγγενικό περιβάλλον μπορεί να γνωρίζει για την κακοποιητική συμπεριφορά και να μην έχει προβεί σε καμία ενέργεια ή να κρίνεται ακατάλληλο ή να μην έχει την διάθεση να προβεί σε αναδοχή. Συμπληρωματικά, στην περίπτωση απομάκρυνσης από την οικογένειά τους, τα αδέρφια μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να διαχωρίζονται, οπότε πρέπει να φιλοξενούνται από την ίδια οικογένεια ή στο ίδιο ίδρυμα.
Ο θεσμός της αναδοχής στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, είναι σε τελείως πρώιμο στάδιο και παρότι η σχετική νομοθεσία έχει τεθεί σε ισχύ ήδη από το 2018 και πρόσφατα τροποποιήθηκε, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στην ελληνική κοινωνία, δεδομένο που αποδεικνύεται από τα στατιστικά στοιχεία του Β’ τριμήνου του έτους 2023, που τηρεί το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), σύμφωνα με τα οποία υπάρχουν μόλις 78 καταχωρημένες εγγραφές υποψήφιων αναδόχων γονέων στο Εθνικό Μητρώο, σε αντίθεση με 1.759 καταχωρημένες εγγραφές υποψήφιων θετών γονέων. Παράλληλα, καθυστερήσεις διαπιστώνονται στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των υποψήφιων ανάδοχων γονέων, ενώ λόγω της μεγάλης υποστελέχωσης στις κοινωνικές υπηρεσίες, δεν καθίσταται εφικτή και η υποστήριξη των ανάδοχων οικογενειών.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε την πρακτική άλλων χωρών και συγκεκριμένα τη Βουλγαρία1, μια χώρα γειτονική μας, που θεωρείται φτωχότερη και υποδεέστερη στα μάτια μας στο πλαίσιο παιδικής προστασίας, στην οποία η αποϊδρυματοποίηση έχει λειτουργήσει εξαιρετικά και σε σύντομο χρονικό διάστημα όλα σχεδόν τα ιδρύματα που λειτουργούσαν στη χώρα που το 2010 ήταν 168, έχουν κλείσει. Παρότι στόχος της Unicef μέχρι το 2030, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι κανένα παιδί να μην βρίσκεται σε ίδρυμα, ιδίως σε κλειστές δομές, λόγω της περαιτέρω κακοποίησης και του στιγματισμού που υφίσταται, στην Ελλάδα η αποϊδρυματοποίηση έχει να διανύσει πολλά βήματα ακόμα.
1 Unicef, In Focus: Ending the institutionalization of children and keeping families together, σελ. 9, box 3, Νοέμβριος 2024.