Μυρσίνη Ζορμπά
Τα Δικαιώματα του Παιδιού
Η αντιμετώπιση της κρίσης
με την πολιτική της αξιοποίησης των πολιτισμικών πόρων
Τα Δικαιώματα του Παιδιού ως κοινωνικά δικαιώματα
Η αναγνώριση των κοινωνικών δικαιωμάτων αποτέλεσε το θεμέλιο του κράτους πρόνοιας μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στις ευρωπαϊκές χώρες. Ήταν το συμβόλαιο αναγνώρισης της ιδιότητας του πολίτη από το κράτος, της ισοτιμίας και της αξιοπρέπειάς του, απέναντι στο προηγούμενο καθεστώς της φιλανθρωπίας, κατάλοιπο μιας αριστοκρατικής εποχής και παράδοσης. Σε αυτό το πλαίσιο καθιερώθηκε το εθνικό σύστημα υγείας, η δωρεάν παιδεία, η ελεύθερη πρόσβαση στον πολιτισμό, τα επιδόματα σε ορισμένες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Τα Δικαιώματα του Παιδιού διατυπώθηκαν αρκετά καθυστερημένα σε μια Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ που είδε το φως το 1989. Η χώρα μας υπέγραψε τη Σύμβαση το 1992 αλλά μεσολάβησε μια δεκαετία περίπου, κατά την οποία η νομική δέσμευση δεν είχε μεταφραστεί σε πολιτική ευθύνη, εκπαιδευτική πρακτική αλλά ούτε και σε κοινωνική συνειδητοποίηση, παραμένοντας σχεδόν σε αδράνεια. Μάλιστα η αναφορά στα δικαιώματα, κάθε φορά που έβγαινε έξω από τα στενά όρια ενός σεμιναρίου μεταξύ νομικών, παιδαγωγών και ψυχολόγων, προκαλούσε αρνητικές αντιδράσεις, με την αυθόρμητη επίκληση από τους περισσότερους της αντίπαλης έννοιας: των υποχρεώσεων. Γονείς και εκπαιδευτικοί αναρωτιόνταν πόσα ακόμη «δικαιώματα», κοντά στα τόσα που έχουν, πρέπει να παραχωρήσουμε στα παιδιά. Με αυτό εννοούσαν, βέβαια, τις συχνά ανεξέλεγκτες απαιτήσεις, νοοτροπίες και στάσεις που ανέπτυσσαν χωρίς όρια πολλοί ανήλικοι, στο πλαίσιο μιας ευρέως αποδεκτής κοινωνικής και οικογενειακής πραγματικότητας που ευνοούσε παρόμοιες συμπεριφορές και δεχόταν εύκολα το καπρίτσιο ενός παιδιού αλλά όχι το όποιο νόμιμο δικαίωμά του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2.000, ωστόσο, τα δικαιώματα ως χάρτης νομικών δεσμεύσεων και σεβασμού άρχισαν να συζητιόνται δημόσια, ιδιαίτερα δε να γίνονται κατανοητά μετά τη θέσπιση του βοηθού Συνήγορου του Πολίτη με τη σχετική αρμοδιότητα για τους ανηλίκους. Ήταν μία εκσυγχρονιστική θεσμοποίηση, την οποία έφερε σε πέρας μέσα σε σύντομο διάστημα ο τότε Έλληνας Συνήγορος του Πολίτη, υιοθετώντας το αίτημα που είχε υποστηριχθεί με πρωτοβουλία μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιστορικών, παιδαγωγών, ειδικών επιστημόνων και ΜΚΟ.
Ο θεσμός βρήκε θετική κοινωνική αποδοχή και λειτούργησε παράλληλα με την ευρύτερη κατανόηση του τι εννοούμε με τον όρο «δικαιώματα του παιδιού», ποια ακριβώς είναι αυτά, καθώς και τη σημασία τους σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα που αφορούν τη ζωή και την ανάπτυξη όλων των παιδιών αλλά ορισμένων ιδιαίτερων ομάδων παιδιών, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο αντιφάσεις, συγκρούσεις, ανισότητες και διακρίσεις που μεταβάλλεται ραγδαία.
Μετά το 1990, η εκπαιδευτική κοινότητα άρχισε να αξιοποιεί τα δικαιώματα προς όφελος της διαφορετικότητας κυρίως, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν ήταν η μόνη παράμετρος στην οποία άξιζε να δοθεί προσοχή. Ωστόσο, οι μεταναστευτικές ροές που είχαν φέρει στα ελληνικά σχολεία μεγάλο αριθμό παιδιών, με ό,τι αυτό σήμαινε για την ανάγκη μιας νέας προσέγγισης της διαφορετικής κουλτούρας, έστρεψε τη σχολική κοινότητα να αναζητήσει λύσεις στο σκεπτικό της διαφορετικότητας. Το ελληνικό σχολείο υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό μέσα στην καθημερινότητά του καινοτόμες πρακτικές και, παρά τις αντιδράσεις που υπήρξαν με τους άριστους Αλβανούς μαθητές και την ελληνική σημαία, κατάφερε στις πλείστες των περιπτώσεων να διαμορφώσει στα παιδιά μια ανοιχτή συνείδηση αποδοχής της διαφορετικότητας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν άνθισαν στερεότυπα και αφελή ιδεολογήματα, ωστόσο σε γενικές γραμμές η διαφορετικότητα αφομοιώθηκε σε πρώτη φάση, ξεπερνώντας τις συγκρουσιακές λογικές που εκδηλώνονταν, τουλάχιστον μέχρι πριν από τα τελευταία χρόνια, αυτά της οικονομικής κρίσης.
Στη διάρκεια της κρίσης, βέβαια, χωρίς να έχει ανατραπεί εντελώς ο κατακτημένος στην προηγούμενη φάση σεβασμός στη διαφορετικότητα, διαπιστώνουμε ότι αυτός έχει μπει σε σκληρή δοκιμασία. Το έλλειμμα σεβασμού στη διαφορετικότητα προέρχεται από τη σημερινή ισχυρή οικονομική και κοινωνική πίεση αλλά και από τη ρηχή προηγούμενη αντιμετώπιση που δεν προχώρησε ποτέ σε μεγάλο βάθος από παιδαγωγική-φιλοσοφική άποψη. Δεν κατάφερε δηλαδή να φτάσει στην πηγή του κακού, σ’ αυτό που ο Φουκώ διακρίνει ως παραγωγή και αναπαραγωγή της δύναμης και εξουσίας, ως εσωτερίκευσή της και ως έλξη προς αυτήν. Όμως, χωρίς να συζητήσουμε σε αυτό το βάθος δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους που τα παιδιά, όπως παρατηρούν συχνά οι καλοί εκπαιδευτικοί, μπορεί να επαναλαμβάνουν συχνά τα «ποιήματα» της διαφορετικότητας που τους διδάσκουμε αλλά προσβλέπουν με θαυμασμό στη δύναμη, την εξουσία και, γιατί όχι, στη δια της βίας επιβολή. Η κρίση φέρνει στο φως ό,τι επιπόλαια καλλιεργήσαμε, λίγο σαν μόδα λίγο σαν καλοί Σαμαρείτες, και σαρώνει τα πρόσκαιρα αποτελέσματα. Έτσι πολλά παιδιά μόλις αυτονομηθούν από την επιρροή του καλού δασκάλου και βρεθούν στο ανοιχτό πεδίο των συγκρούσεων κινδυνεύουν να προσελκυστούν από την απολυταρχική προπαγάνδα που τους υπόσχεται δύναμη και ισχυρή κλειστή κοινότητα σε διάκριση με τους Άλλους, του διαφορετικούς, και η οποία διαρκώς επεκτείνεται απειλώντας την ίδια τη δημοκρατία στη χώρα μας. Το βιβλίο του Β. Παπαθεοδώρου «Στη διαπασών» δίνει ένα εξαιρετικό τέτοιο παράδειγμα εφηβικής στάσης και αξίζει να διαβαστεί.
Η πιο πρόσφατη Έκθεση Αξιολόγησης της χώρας μας από την αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ τον Ιούλιο 2012 σχετικά με την κατάσταση των δικαιωμάτων του παιδιού και την εφαρμογή τους, δείχνει ότι τα προβλήματα είναι επίμονα, χρόνια, μεγάλα, θεσμικά και κοινωνικά. Ιδιαίτερα σήμερα, με τη διάλυση του κράτους πρόνοιας, τη φτώχεια και την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό αλλά και το ρατσισμό, πάνω από το ένα τρίτο του παιδικού πληθυσμού βρίσκεται κάτω από τη μεγάλη απειλή. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την έρευνα του καθηγητή κ. Δημοσθένη Δασκαλάκη για λογαριασμό της Unicef σχετικά με την Κατάσταση των δικαιωμάτων του παιδιού στην Ελλάδα, 2012. Έχουμε υποχρέωση, επομένως, να συντονιστούμε όλοι καλύτερα ώστε να πετύχουμε την απολύτως αναγκαία διαμόρφωση ενός Σχεδίου Δράσης, καθώς και τη λειτουργία του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Τα δύο αυτά πρακτικά αλλά σημαντικά ζητήματα, αποτελούν ένα μικρό θετικό θεσμικό βήμα στη σταθερή διάγνωση των προβλημάτων και την εφαρμογή λύσεων, αλλά συντελούν και στην κοινωνική αυτοσυνειδησία και εγρήγορση που ενισχύει τη θετική δράση, μικρή ή μεγαλύτερη, τοπική ή ευρύτερη, ατομική ή συλλογική.
Τα παιδιά στο κέντρο της πόλης
Ποια είναι, όμως, η κατάσταση που βιώνουν τα παιδιά τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της πόλης, από τα Εξάρχεια ως το Μεταξουργείο, το Στ. Λαρίσης, τον Άγιο Παντελεήμονα, την Πατησίων; Η εμπειρία του «Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού» πέρασε για πολλά χρόνια μέσα από τα σχολεία όλης της χώρας και τις προσπάθειες των εκπαιδευτικών να κάνουν κατανοητά και σεβαστά από τα ίδια τα παιδιά τα δικαιώματα και, κυρίως τα πιο ευαίσθητα και σύνθετα.
Στη συνέχεια, μέσα από το «Πρόγραμμα Κοινωνικοποίησης» που εφαρμόσαμε με μια ομάδα εθελοντών σε ένα Ξενώνα ανηλίκων αιτούντων άσυλο τη διετία 2007-2009, βιώσαμε από κοντά σε καθημερινή βάση την οδυνηρή πραγματικότητα που αφορούσε τις δυσκολίες και τις συνθήκες ζωής και εκπαίδευσης των παιδιών-προσφύγων. Οι διαδρομές μέσα από τις οποίες έφτασαν ως τη χώρα μας τα παιδιά αυτά και οι κακουχίες τους, οι διαφορετικές χώρες προέλευσης της Ασίας και της Αφρικής και οι συνθήκες που επικρατούν εκεί (εμπόλεμες, εμφυλίων συγκρούσεων, διάλυσης του κράτους, απόλυτης ένδοιας), οι οικογενειακές συνθήκες, οι πολιτισμικές παραδόσεις, οι γλωσσικές διάλεκτοι, η εκπαίδευση που είχαν δεχθεί, όλα αυτά αποτελούν μέρος της νέας τους πραγματικότητας και της δυνατότητας ενσωμάτωσής τους στη ζωή του κέντρου της πόλης.
Η κοινότητα Αφγανικών οικογενειών στο Μεταξουργείο ήταν μια ακόμη εμπειρία των ετών 2009-2011, που αφορούσε τη ζωή των παιδιών που βρίσκονται για ένα χρονικό διάστημα στη χώρα μας καθ’ οδόν προς μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα και δεν θέλουν να υποβάλουν αίτηση πρόσφυγα λόγω της Συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ. Χωρίς διαβατήριο ή άλλο επίσημο έγγραφο από τη χώρα καταγωγής τους, σε αναζήτηση προσωρινής διαμονής, σε αναζήτηση διαφυγής και προσωρινής σχολικής ένταξης, σε μια κατάσταση transit.
Αυτές οι διαφορετικές πραγματικότητες αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα της συμβίωσης στο κέντρο της Αθήνας και χρειάζονται μεγαλύτερη περιγραφή και ανάλυση για να γίνουν κατανοητές καθεμιά σε βάθος, καθώς και στη συνύπαρξή τους. Το κέντρο της πόλης παρουσιάζει πολλές και διαφορετικές όψεις, φιλοξενεί πολλές και διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να το αντιμετωπίσει κανείς στατικά ή κάτω από την στερεοτυπική ταμπέλα της υποβάθμισης, της εξυγίανσης, της σύγκρουσης αλλά ως έναν ευρύτερο χώρο πολιτισμικής και πολιτιστικής βιοποικιλότητας στην οποία εισρέουν πολιτισμικοί πόροι μεγάλου εύρους.
Σε αναζήτηση του πολιτισμικών πόρων
Για το λόγο αυτό, η υπόθεση εργασίας μας είναι ότι σε αυτή την περιοχή του κέντρου της πόλης υπάρχει ένα πολιτισμικό κεφάλαιο, που πρέπει να αναλυθεί στα συστατικά του στοιχεία, να εντοπιστούν οι πολιτισμικοί πόροι και οι ροές που το εμπλουτίζουν ή, αντίθετα, το αμφισβητούν και του στερούν δυνατότητες, ώστε στη συνέχεια να αξιοποιηθεί προς όφελος των παιδιών, που είναι η βασική μας συνιστώσα. Στο κεφάλαιο αυτό συγκαταλέγονται κτίρια, δημόσιες εγκαταστάσεις και δημόσιοι χώροι, εκπαιδευτικές και άλλες λειτουργίες, κοινωνικές δομές, ψυχαγωγία, υλικά και συμβολικά δίκτυα, πολιτιστικοί οργανισμοί και συλλογικότητες, τοπικές και υπερτοπικές συνεργασίες και γειτνιάσεις. Οι παραδόσεις, η πολιτισμική βιοποικιλότητα και ο διάλογος στο εσωτερικό της περιοχής αλλά και προς τα έξω μπορούν να βοηθήσουν στην αναγνώριση, την αναζωογόνηση και στην αξιοποίηση πόρων που είτε είναι αγνοημένοι και υποτιμημένοι, είτε αφανείς ή απλώς αναξιοποίητοι.
Η δημιουργία του Εργαστηρίου Πολιτισμού για παιδιά στην περιοχή του Στ. Λαρίσης, έδωσε το έναυσμα για αυτή την πρώτη παρόμοιας φιλοσοφίας κοινωνικο-πολιτισμική προσέγγιση εκ μέρους του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού την άνοιξη-καλοκαίρι 2012. Είχαμε ως σημείο αφετηρίας τον εντοπισμό και, σε μια δεύτερη φάση, την αξιοποίηση των πολιτισμικών πόρων της περιοχής και των πολιτισμικών ροών. Σε αυτά προστέθηκαν σταδιακά η ύπαρξη εθελοντικών ομάδων και ατόμων, τα δεδομένα της τεχνολογίας, τα δίκτυα ενημέρωσης, υλικών μέσων, τεχνογνωσίας και δια βίου μάθησης, που διακινούνται είτε θα μπορούσαν να διακινηθούν υπερτοπικά προς την περιοχή, εμπλουτίζοντας τα ήδη υπάρχοντα τοπικά και, με τον τρόπο αυτό, βελτιώνοντας τις συνθήκες συμβίωσης και λειτουργώντας ευεργετικά στον κοινωνικό ιστό.
Η ανάλυση του κοινωνικο-πολιτισμικού κεφαλαίου, ο εντοπισμός των αφανών πολιτισμικών πόρων, η δημιουργία τοπικών και υπερτοπικών συνεργασιών και δικτύων και οι νέοι τρόποι αξιοποίησής τους στην κατεύθυνση της κοινωνικής συνοχής, η στήριξη των πιο ευάλωτων ομάδων και η διαπολιτισμική συνεργασία, φάνηκε ότι αποτελούν ορισμένες από τις κατευθύνσεις που μπορούν να μας προσφέρουν ένα νέο πλαίσιο αναφοράς. Σύμφωνα με αυτό, μπορούμε να ξεφύγουμε από τα γνωστά στερεότυπα που περιορίζονται στην «υποβάθμιση» της περιοχής, την επικινδυνότητα και έλλειψη ασφάλειας και την «κατάρρευση των αξιών», εντείνοντας τον πολιτισμικό πεσιμισμό και εντέλει την καχυποψία και ξενοφοβία του πληθυσμού. Γι΄ αυτό δώσαμε ιδιαίτερη σημασία εκτός από τις συνθήκες διαβίωσης, στα αφανή πλέγματα σχέσεων, στις διασυνδέσεις, στις συναρθρώσεις συμπληρωματικών αναγκών, στις άμεσες και έμμεσες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στο πλαίσιο του σχολείου, στις άτυπες μορφές δικτύωσης, στις άτυπες υπηρεσίες, καθώς επίσης στις αντιστάσεις, στις διεκδικήσεις, στους φόβους, στις προσδοκίες των γονιών για τα παιδιά, στις πρακτικές που βγαίνουν έξω από τα γνωστά και συνηθισμένα πλαίσια. Στόχος ήταν να διερευνηθούν οι δυνατότητες κοινωνικής, πολιτιστικής και διαπολιτισμικής συνεύρεσης και συνεργασίας των κατοίκων της περιοχής, κυρίως ως γονιών, με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην ανατροφή των παιδιών, στην καθημερινότητα, στη σχολική ζωή και σε ό,τι αφορά το παρόν και το μέλλον των παιδιών τους.
Οι πρώτες ενδείξεις από τη λειτουργία του Εργαστηρίου Πολιτισμού, που εγκαινιάστηκε πριν από δώδεκα μήνες, είναι ότι ακόμη και σε περιόδους κρίσης σαν αυτή που ζούμε, όπου αναμφίβολα οι βασικές βιοτικές ανάγκες έχουν τον πρωτεύοντα ρόλο, οι πολιτισμικοί πόροι αποτελούν στο νου των εκπαιδευτικών και των γονιών όχι μόνο διέξοδο ή συμπληρωματικό στοιχείο της εκπαίδευσης αλλά βασική ανάγκη, αναπόσπαστη με την ανατροφή και ανάπτυξη των παιδιών.