Τα παιδιά χρειάζονται το σχολείο τους. Ας μην επιτρέψουμε να είναι και αυτό ένα ακόμη θύμα του κορονοϊού
Το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, χωρίς να παραγνωρίζει ότι η προστασία της δημόσιας υγείας και της ανθρώπινης ζωής αποτελεί προτεραιότητα, εκφράζει το βαθύ προβληματισμό του για την απόφαση αναστολής της δια ζώσης λειτουργίας των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Με δεδομένο ότι, σύμφωνα και με τη σχετική ανακοίνωση της Υπουργού Παιδείας, το παραπάνω μέτρο λαμβάνεται με στόχο την ευρύτερη μείωση της κινητικότητας των ενηλίκων και όχι επειδή είχε διαπιστωθεί τάση διασποράς του κορονοϊού στα σχολεία, θεωρούμε ότι η απόφαση κινείται σε λανθασμένη βάση στερώντας από τα παιδιά το φυσικό χώρο εκπαίδευσής τους.
Προκαλεί εντύπωση ότι δεν δόθηκε στα παιδιά η δυνατότητα να πάρουν από το σχολείο τα βιβλία τους και στους δασκάλους τους να τους εξηγήσουν πώς θα λειτουργήσουν στη διάρκεια της καραντίνας, όταν σε άλλες περιπτώσεις δόθηκε η δυνατότητα ενός, έστω σύντομου, χρονικού διαστήματος προετοιμασίας, όπως για παράδειγμα στα κομμωτήρια.
Τουλάχιστον μέχρι και σήμερα, στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και σε αυτές που η κατάσταση με τον κορονοϊό είναι πιο κρίσιμη από ό,τι στην Ελλάδα, τα σχολεία παραμένουν ανοιχτά με γνώμονα ότι η πανδημία προκαλεί μόνιμη βλάβη στην ακαδημαϊκή και συναισθηματική ανάπτυξη μιας ολόκληρης γενιάς παιδιών.
Το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση αποτελεί ύψιστο αγαθό και είναι γεγονός ότι υπηρετείται καλύτερα μέσα στις κανονικές τάξεις, με την αλληλεπίδραση που έχουν εκεί τα παιδιά τόσο μεταξύ τους όσο και με το δάσκαλό τους. Η διαδικτυακή τάξη δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κανονική. Στη δεύτερη, το παιδί όχι μόνο μαθαίνει καλύτερα, αλλά επιπλέον κοινωνικοποιείται και περνάει την ημέρα του σε κατάλληλο μαθησιακά χώρο και ασφαλές περιβάλλον, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα στο σπίτι του. Είναι γεγονός ότι στη διάρκεια του πρώτου lockdown, τον Μάρτιο του 2020, όταν μαζί με όλα τα άλλα έκλεισαν και τα σχολεία σχεδόν σε πανευρωπαϊκή βάση, αυξήθηκαν κατά πολύ τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούσαν παιδιά.
Πέρα από τα παραπάνω, η τηλε-εκπαίδευση, που αποφασίστηκε σε αντικατάσταση της κανονικής λειτουργίας των σχολείων, βάζει τα παιδιά σε διαδικασία υπερ-έκθεσης σε οθόνες (το πρωί εκπαιδευτική τηλεόραση, το μεσημέρι τηλε-εκπαίδευση) την ίδια στιγμή που έρευνες αποδεικνύουν ότι πολλά από αυτά κάνουν ήδη υπερβολική και χωρίς όρια χρήση του διαδικτύου σε καθημερινή βάση, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη σωματική αλλά και την ψυχική τους υγεία.
Εκτός όμως από τα παιδιά που κάνουν κατάχρηση του διαδικτύου υπάρχουν κι άλλα που δεν έχουν καμιά δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό. Λανθασμένα η πρόσβαση στο διαδίκτυο θεωρείται δεδομένη. Υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν θα μπορέσουν να μπουν στη διαδικτυακή τάξη και να παρακολουθήσουν την τηλε-εκπαίδευση:
Παιδιά-πρόσφυγες, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις, από την αρχή της σχολικής χρονιάς, δεν έχουν καν τη δυνατότητα φοίτησης στα σχολεία τους, επειδή αρκετοί ξενώνες και κέντρα υποδοχής όπου διαβιούν βρίσκονται σε καραντίνα από το Μάρτιο του 2020, για μεγάλα διαστήματα
Παιδιά μεταναστευτικής προέλευσης, που δεν μιλούν ακόμα καλά τα ελληνικά κι έτσι η συμμετοχή τους σε μια διαδικτυακή τάξη εκ των πραγμάτων δυσχεραίνεται πολύ καθώς όλες οι πληροφορίες και οι οδηγίες εκεί είναι στα ελληνικά
Παιδιά, ανάμεσά τους πολλά ελληνόπουλα, που οι οικονομικές ή άλλες συνθήκες των οικογενειών τους δεν τους επιτρέπουν να έχουν σταθερή ή και περιστασιακή σύνδεση στο ίντερνετ ή πρόσβαση σε υπολογιστή ή άλλο τεχνολογικό εξοπλισμό.
Δυστυχώς δεν υπήρξε φροντίδα να εξοπλιστούν εγκαίρως τα δημόσια σχολεία με αρκετά λάπτοπς ή τάμπλετς, τα οποία να δανείζονται οι μαθητές και οι μαθήτριες, αλλά και οι εκπαιδευτικοί, που δεν διαθέτουν τεχνολογικό εξοπλισμό, καθώς επίσης και φροντίδα για έγκαιρη και επαρκή κατάρτιση και επιμόρφωση των τελευταίων σε ψηφιακές δεξιότητες. Ούτε υπήρξε κάποια κρατική μέριμνα ώστε κάθε σπίτι, με παιδιά σε σχολική ηλικία, να διαθέτει δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο, τουλάχιστον κατά το χρόνο διεξαγωγής των μαθημάτων.
Η αναστολή της δια ζώσης λειτουργίας των σχολείων λοιπόν, ανάμεσα στα άλλα, όχι μόνο δεν ευνοεί την ισότιμη πρόσβαση στη δημόσια και δωρεάν παιδεία, αλλά ενισχύει ακόμη περισσότερο τις ανισότητες που ήδη υπάρχουν στη σχολική κοινότητα.
Για όλους λοιπόν τους παραπάνω λόγους καθίσταται σαφές ότι τα παιδιά χρειάζονται το σχολείο τους, το κανονικό τους σχολείο. Η αναστολή της λειτουργίας του μόνο προβλήματα δημιουργεί και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομη.
Αν η προσφυγή σε αποκλειστικά ψηφιακές τάξεις κρίνεται αναγκαία, ας μη συμβαδίζει με διακρίσεις και ενίσχυση των ανισοτήτων: δωρεάν παιδεία σημαίνει δωρεάν παροχή όλων των εργαλείων που είναι αναγκαία για την εκπαίδευση.
Ας μην επιτρέψουμε στην πανδημία να κάνει την εκπαίδευση όλων των παιδιών άλλο ένα θύμα της.
Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού