Σε αυτά τα πιάτα κατοικούν τρεις αποδείξεις: η απόδειξη ότι η ονομαζόμενη γενιά της άρνησης νοιάζεται για τον Άλλο, η απόδειξη ότι στη γενιά αυτών που εξαγόρασαν την επανάσταση υπάρχουν ακόμη κάποιοι που νοιάζονται για τον Άλλο, και η απόδειξη ότι το γέλιο μιας χούφτας ανθρώπων είναι ικανό να κάνει τους άλλους να νοιάζονται για τον Άλλο.
Γενέθλιος τόπος αυτού του πιάτου είναι μια συνάθροιση ετερόκλητη. Η Άννα, ο Αργύρης, ο Βασίλης, η Βιόλα, ο Θωμάς, η Λία, ο Λουκάς, η Μυρσίνη, η Ουρανία, ο Χρόνης, γέλασαν με την καρδιά τους και από το γέλιο τους γράφτηκαν λέξεις στα πράγματα. Η ιδιορρυθμία αυτής της ασυνήθιστης συνάθροισης είναι ότι ο κοινός τόπος της συνεύρεσης ήταν η καταδίωξη της πείνας. Της πείνας των παιδιών. Η άλλη ιδιορρυθμία ήταν η ακαταμάχητη αφέλεια της παρέας, αφέλειας γραφικής και γραπτής.
Το πιάτο περιέχον λέξεις‒ξόρκια στοχεύει στο ακατόρθωτο. Η μαύρη γραμμή γράφει στο στιλπνό λευκό πιάτο, η γλώσσα ξεδιπλώνεται στη φιλόξενη ολοστρόγγυλη επιφάνεια που υποδέχεται την Ουτοπία, φράσεις οικοδομούνται από μία εμπειρία που προκύπτει από μία ακριβή Πράξη η οποία οδηγεί στην επιτέλεση μίας ανταλλαγής: οι λέξεις θα πληρωθούν, οι λέξεις θα ανταλλαχθούν με ότι απόμεινε από τις ανταύγειες της καλοσύνης. Και αυτός που θα αγοράσει αυτό το πιάτο θα αγοράσει μία κουταλίτσα χαρά για ένα Παιδί και την αντανάκλαση της αυτοεκτίμησης. Ίσως αγοράσει και το τραγούδι αυτών που τα σκέφτηκαν και που πίστεψαν στον πολλαπλασιασμό.
Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών, ένας κεραυνός θα πέσει και η αφθονία των αγαθών θα υπερχειλίσει το άσπρο πιάτο που μιλά και επιθυμεί να αποκτήσει περιεχόμενο, να γεμίσει από την αφθονία του περισσεύματος, από το θησαυρό σας.
Εκεί στο τραπέζι, το πιάτο, θα εξομολογείται τη γενναιοδωρία του ελάχιστου.
Ο. Α., Δεκέμβριος 2015